Με δύο πούλμαν φύγαμε το πρωί της Παρασκευής, 27 Οκτωβρίου, από τη Νίκαια για την περιοχή της  Μεγαλόπολης, όπου φτάσαμε κατά τις 10:30 π.μ., μετά από μια στάση στο Αρτεμίσιο. Αφού αφήσαμε τους πεζοπόρους της δυνατής ομάδας κοντά στον Αλφειό ποταμό, κοντά στη Βελιγοστή, οι υπόλοιποι συνεχίσαμε για τη γυναικεία Μονή Μπούρα Λεονταρίου. Επισκεφθήκαμε τη Μονή, στο καθολικό της οποίας μας έγινε ξενάγηση από μια μοναχή. Πολύ περιποιημένο το μοναστήρι και με πολλά και όμορφα λουλούδια στην αυλή του.

Η μονή αυτή, που πιθανολογείται ότι κτίστηκε κατά τον 12ο αι., γνώρισε πολλές καταστροφές και λεηλασίες στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αλλά “αναστήθηκε” μέσα από τις στάχτες της. Εξάλλου, ως ανδρική μονή τότε, ήταν το μοναστήρι των ανδρείων μοναχών για τους δυνάστες. ”Μπούρας” στα αρβανίτικα σημαίνει “γενναίος”.

Αφού θαυμάσαμε τις υπέροχες αλλά σπαθισμένες στα πρόσωπα τοιχογραφίες και την εικόνα της Μεγαλομάτας Παναγιάς στο τέμπλο, αναχωρήσαμε, αφού φιλευτήκαμε το παραδοσιακό λουκουμάκι και δροσερό νεράκι.

Όσοι επρόκειτο να πεζοπορήσουν ένα διωράκι από τη Μονή ως το Λεοντάρι ξεκίνησαν αμέσως την πορεία τους, ενώ οι “τουρίστες” έφυγαν λίγο αργότερα για το όμορφο αρκαδικό χωριό.Η μεγάλη διαδρομή των 4 ωρών ξεκίνησε από τον Τριπόταμο κοντά στον Αλφειό ποταμό, πέρασε κάτω από τον αυτοκινητόδρομο  Τρίπολης –Καλαμάτας στο ύψος της Μεγαλόπολης και συνέχισε προς το  χωριό Κοτσιρίδι. Η διαδρομή έγινε σε χωματόδρομο μέσα σε δασική έκταση με βελανιδιές. Φτάνοντας στο Κοτσιρίδι συνέχισε ανηφορίζοντας προς το Λεοντάρι. Μια μικρή στάση για ξεκούραση στο όμορφο αυτό και περιποιημένο χωριό  και συνέχεια στον ανηφορικό δρόμο για το μοναστήρι Μπούρα που βρίσκεται 300 μέτρα ψηλότερα χτισμένο στις πλαγιές ενός λόφου, δίπλα στον δρόμο που κατεβαίνει για Φαλαισία. Στον δρόμο και αυτοί όπως και οι υπόλοιποι πεζοπόροι συνάντησαν δάσος από κουμαριές, που αυτή την εποχή ήταν στολισμένες με άφθονα κούμαρα και βέβαια τα τίμησαν δεόντως. Φτάνοντας μεσημέρι στη Μονή Μπούρα το μοναστήρι ήταν κλειστό, σε μεσημεριανή “σιέστα”, και έτσι τους παρέλαβε το πούλμαν και πήγαν στις πηγές του Ευρώτα. Η μικρή δίωρη διαδρομή έγινε σε χωματόδρομο, από τη Μονή Μπούρα στο Λεονταί, ήταν εύκολη και οι άφθονες κουμαριές μας πρόσφεραν τον ωραίο κοκκινωπό καρπό τους σε μεγάλο μέρος της πορείας μας... Χαμηλά, στην πεδιάδα της Μεγαλόπολης, οι λευκοί καπνοί από τα φουγάρα μας θύμιζαν  την ύπαρξη του ηλεκτροπαραγωγικού σταθμού της Δ.Ε.Η., η οποία με την εξόρυξη του λιγνίτη της περιοχής κατάφερε να οδηγήσει την πόλη σε αξιόλογη άνθηση και να εξελιχτεί έτσι σε σύγχρονη πόλη. Το Λεοντάρι είναι μικρό και παραδοσιακό χωριό, με την πλατεία του, τον περίφημο ναό των Αγίων Αποστόλων, δίπλα στις προτομές των αγωνιστών του΄21, Κολοκοτρώνη, Κίτσου και Νικηταρά, που σχετίζονται με αυτό, καθώς και το ηρώο των πεσόντων στον ίδιο χώρο. Ο ναός χρονολογείται από τον 14ο αι. και είναι μικτού τύπου, βασιλικής και εξελιγμένου βυζαντινού ρυθμού και θυμίζει ναούς του Μυστρά. Διακοσμείται δε με τοιχογραφίες εξαιρετικής βυζ. τέχνης. Στη βόλτα που κάναμε στο χωριό ανακαλύψαμε κι άλλες αξιόλογες εκκλησίες, όπως και όμορφα σημεία στα γραφικά σοκάκια. Η περιοχή κάποτε ανήκε σε μια από τις σημαντικότερες βαρονίες της Πελοποννήσου. Γι΄ αυτόν τον λόγο και δίπλα στο χωριό και πάνω στον παρακείμενο λόφο βλέπει κανείς σήμερα τα ερείπια μεσαιωνικού κάστρου χτισμένου από τους Φράγκους. Κάποιοι ανέβηκαν ως εκεί και είδαν κι από κοντά την εκκλησία του Προφήτη Ηλία και του Αγ. Αθανασίου, λίγο παρακάτω.

Στο ταβερνάκι της πλατείας και κάτω από τη σκιά των δέντρων του καθίσαμε οι περισσότεροι για ένα τσιπουράκι, μεζεδάκι ή καφεδάκι και αναψυκτικό.Στο μεταξύ οι τουρίστες μας , αφού επισκέφθηκαν κι αυτοί για λίγη ώρα το Λεοντάρι, έφυγαν για στις πηγές του Ευρώτα στο χωριό Σκορτσινό, λίγο έξω από το οποίο βρίσκεται αυτή η ειδυλλιακή τοποθεσία με πολλά νερά, πλατάνια και άφθονο πράσινο. Ο χώρος έχει διαμορφωθεί κατάλληλα για επισκέπτες και περιπατητές. Κάθε Αύγουστο διοργανώνονται εδώ  πολιτιστικές και αθλητικές εκδηλώσεις, τα “Ευρώτεια”.

Τον ίδιο όμορφο χώρο επισκέφθηκαν όλοι οι πεζοπόροι στη συνέχεια, εφόσον βρέθηκαν εκεί και τα δύο πούλμαν για παραλαβή και των τουριστών. Ταΐσαμε τις χήνες που έχουν εκεί το σπιτικό τους, παίξαμε με αυτές και αναχωρήσαμε, αφήνοντας πλέον τον νομό Αρκαδίας, για τη Σπάρτη, όπου και το κατάλυμά μας. Αντικρίσαμε από μακριά τον επιβλητικό Ταΰγετο, περάσαμε και τη γέφυρα του ποταμού Ευρώτα και μπήκαμε στην πόλη με το ωραίο ρυμοτομικό σχέδιο, το οποίο εφάρμοσαν οι Βαυαροί μηχανικοί και αρχιτέκτονες, όταν την έχτισαν έτσι, κατ΄ εντολή του Όθωνα, στα 1833-34. Πήραμε τα δωμάτιά μας και πήγαμε άλλοι για ξεκούραση, άλλοι για φαγητό κι άλλοι για περιήγηση μέσα στην όμορφη πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας. Κάποιοι επισκέφθηκαν και τον αρχαιολογικό χώρο πίσω από το Δημοτικό Στάδιο και τον ορειχάλκινο ανδριάντα του Λεωνίδα με την επιγραφή “Μολών λαβέ”, δηλαδή το τμήμα της αρχαίας πόλης που έχει αποκαλυφθεί, με την ακρόπολη, το ρωμαϊκό θέατρο, την παλαιοχριστιανική βασιλική και άλλα ερείπια.

Το βράδυ φύγαμε όλοι μαζί για τον Αϊ-Γιάννη, μερικά χιλιόμετρα έξω από τη Σπάρτη, για το δείπνο μας. Κατά τις 11:30 επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο μας για ανάπαυση. Σάββατο, 28 Οκτωβρίου, ημέρα της Επετείου του ΟΧΙ, μετά το πρωινό μας πήραμε τον δρόμο για το Γύθειο, το “γιορταστικά ντυμένο”, αλλά ευτυχώς άδειο ακόμα από τον κόσμο, που λίγες ώρες αργότερα θα ξεχυνόταν στους δρόμους για την παρέλαση. Κάναμε έναν ολιγόλεπτο περίπατο στην παραλία του με τις πολλές ταβέρνες και καφετέριες, θαυμάζοντας τα όμορφα νεοκλασικά σπίτια των πλούσιων ξυλεμπόρων κάποτε, τη μεγάλη κεντρική πλατεία με το εντυπωσιακό κτήριο του Δημαρχείου, τον καταπράσινο λόφο πάνω ψηλά...

Οι τουρίστες μπήκαν στο ένα πούλμαν και κατευθύνθηκαν δυτικά προς τα σπήλαια του Διρού και την Αρεόπολη, ενώ οι πεζοπόροι έφυγαν με το άλλο για την ανατολική πλευρά της μεσαίας χερσονήσου της Πελοποννήσου, με στόχο το Ταίναρο. Παραδοσιακά και χαρακτηριστικά χωριά της Λακωνικής ή Μέσα Μάνης πρόβαλλαν διαρκώς μπροστά μας, άλλα κατοικημένα κι άλλα σχεδόν έρημα, ώσπου να φτάσουμε στα Κοκκινόγεια και στο Ποσειδώνιο. Από εκεί ξεκίνησε η πεζοπορία ως τον φάρο του Ταινάρου και το νοτιότερο άκρο της ηπειρωτικής Ευρώπης. Μαγευτική η εικόνα από ψηλά των δύο όρμων του Μαρμαρίου από τη μια και του Πόρτο Κάγιο από την άλλη, όταν φτάσαμε στον λαιμό της χερσονήσου, τέτοια που σου έκοβε την ανάσα! Με σχετική ζέστη αλλά και δροσερό αεράκι έγινε όλη η διαδρομή ως τον φάρο, όπου ξεκουραστήκαμε λίγο, φάγαμε κάτι ελαφρύ από αυτά που είχαμε στο σακίδιό μας, βγάλαμε φωτογραφίες και φύγαμε. Ο φάρος αυτός χτίστηκε από τους Γάλλους το 1882, για τον ασφαλή διάπλου των πλοίων και έπαψε να λειτουργεί στη διάρκεια της Κατοχής. Αφήσαμε με ωραίες εικόνες στο μυαλό τον κάβο Ματαπά και επιστρέψαμε στον χώρο του ιερού, όπου οι αρχαίοι λάτρευαν αφ΄ενός τον Ποσειδώνα αλλά πίστευαν κιόλας ότι βρισκόταν η Πύλη του Άδη. Γι΄ αυτό υπήρχε εδώ νεκρομαντείο και υπνομαντείο. Κάναμε μια σύντομη επίσκεψη στον χώρο, όπου βλέπεις πλέον μόνο ερείπια και το εκκλησάκι του Αγ. Ασωμάτου, στο οποίο έχουν ενσωματωθεί αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη από το ιερό του Ποσειδώνα.    Στο μεταξύ οι τουρίστες μας , μετά την επίσκεψη στα ονομαστά Σπήλαια του Διρού, την Αρεόπολη, μικρή παραμονή στη Βάθεια έπειτα, βρέθηκαν στο Πόρτο-Κάγιο για το γεύμα της μέρας. Γραφικός παραλιακός οικισμός, χτισμένος σε κλειστό όρμο, το Πόρτο Κάγιο ( Λιμάνι των ορτυκιών ) είναι μια από τις πιο γοητευτικές γωνιές της Μάνης. Εκεί θα πήγαιναν και οι πεζοπόροι, αλλά, επειδή δεν υπήρχε χρόνος, προτίμησαν να σταματήσουν για 3/4 περίπου στον γαλήνιο Γερολιμένα, ώστε να τσιμπήσουν κάτι εκεί ή να πιουν καφέ, κάποιο αναψυκτικό.

Στον Γερολιμένα έφτασαν και οι τουρίστες, έκαναν κι αυτοί σύντομη βόλτα εκεί και όλοι μαζί έπειτα ανηφορίσαμε προς την Άρνα, το όμορφο χωριό του ανατολικού Ταϋγέτου, όπου θα πηγαίναμε για τη 14η “Γιορτή του κάστανου”, που είχε ξεκινήσει από την προηγούμενη μέρα και θα συνεχιζόταν και την Κυριακή.Φτάσαμε κατά τις 5 το απόγευμα και κατηφορίσαμε ως την κεντρική πλατεία. Το πανηγύρι είχε ήδη αρχίσει, η υπαίθρια αγορά ήταν στημένη από νωρίς, τα ταβερνάκια και οι καφετέριες ήταν γεμάτα κόσμο. Τους επισκέπτες υποδεχόταν ένα τεράστιο τηγάνι με ψητά κάστανα και μέσα σε ένα ξύλινο χαρανί υπήρχαν βραστά κάστανα, όλα φιλέματα των κατοίκων της Άρνας. Με γεμάτο το στομάχι από το προϊόν που είχε την τιμητική του, επισκεφθήκαμε τους πάγκους και ψωνίσαμε τοπικά προϊόντα: κάστανα, φυσικά, και γλυκίσματα, μαρμελάδες που φτιάχνονται με αυτά, ρόδια, κολοκύθες, κυδώνια, μέλι, αρωματικά φυτά και βότανα της περιοχής.Σε λίγο δυο συγκροτήματα χόρεψαν παραδοσιακούς χορούς, ενώ την ώρα που θα φεύγαμε άρχιζαν να παίζουν τα κρουστά, κάτι ιδιαίτερο πραγματικά για τη γιορτή. Δυστυχώς όμως έπρεπε να γυρίσουμε στη βάση μας, τη Σπάρτη, για το δείπνο και το γλέντι στη συνέχεια. Ίσα – ίσα προλάβαμε λίγο να φρεσκαριστούμε και αναχωρήσαμε για την ταβέρνα, όπου, αφού δειπνήσαμε, άρχισε το γλέντι με μουσική επιλεγμένη από d.j. Γύρω στις 11:30 έφυγε το ένα πούλμαν με τους περισσότερους, ενώ το δεύτερο ακολούθησε μια ώρα μετά.

Κυριακή πρωί, 29 Οκτωβρίου, αφού φορτώσαμε στα πούλμαν τις αποσκευές μας, φύγαμε οι μεν πεζοπόροι για το φαράγγι των Μύλων ( Καστορείου), οι δε τουρίστες για την πολιτεία του Μυστρά.Οι πεζοπόροι έφτασαν στη γέφυρα του ποταμού Κάστορα από όπου αρχίζει το φαράγγι  των Μύλων και φτάνει μέχρι το χωριό Γεωργίτσι. Συνήθως η διαδρομή γίνεται κατεβαίνοντας από το Γεωργίτσι στο Καστόρειο, αλλά ένα πρόβλημα στο φαράγγι μας ανάγκασε να πάμε μέχρι κάποιο σημείο και να επιστρέψουμε. Μέρες πριν είχαμε την πληροφορία ότι μέσα στο φαράγγι έχει εγκλωβιστεί ένας επικίνδυνος ταύρος και, παρότι μας διαβεβαίωσαν ότι θα είχε απομακρυνθεί από το μονοπάτι αυτό, δεν κατέστη δυνατόν. Έτσι επιχειρήσαμε να φτάσουμε μέχρι το σημείο εκείνο με προσοχή  και να επιστρέψουμε. Ξεκινήσαμε από τη γέφυρα του Κάστορα, κατά μήκος του ποταμού, προς τα βορειοδυτικά, διασχίζοντας ένα από τα εντυπωσιακότερα φαράγγια της περιοχής. Κινείσαι σε ανηφορικό μονοπάτι και συναντάς ξύλινα γεφυράκια του ποταμού και διαμορφωμένα σκαλοπατάκια, ενώ στα επικίνδυνα σημεία υπάρχουν προστατευτικά κιγκλιδώματα. Το μονοπάτι συνεχίζει δίπλα σε μεταλλικούς σωλήνες που κατεβάζουν νερό στο χωριό  και σε πολλά σημεία υπάρχει συρματόσχοινο,  για να μη γλιστράς  και κατεβαίνει ξανά στο φαράγγι από μια εντυπωσιακή ξύλινη σκάλα. Το φαράγγι, καθώς ανεβαίνεις, γίνεται όλο και πιο εντυπωσιακό, καθώς το τοπίο έχει μια άγρια ομορφιά. Κατακόρυφοι βράχοι αριστερά και δεξιά με σμιλευμένα πετρώματα  και άγρια βλάστηση παντού. Περνώντας αυτό το δύσκολο κομμάτι κατεβαίνεις από ένα βράχο στην κοίτη του ποταμού και συνεχίζεις μέχρι ένα μικρό καταρράκτη, που τον ανεβαίνεις από μια αυτοσχέδια ξύλινη σκάλα με κορμούς δέντρων. Προχωρώντας στο μονοπάτι,  έχοντας σε μεγάλη απόσταση την κύρια ομάδα, η εμπροσθοφυλακή συνάντησε τα πρώτα χνάρια του ταύρου. Με προσοχή οι δυο αρχηγοί, αφού σταμάτησαν την ομάδα σε ασφαλές σημείο, προχώρησαν στο μονοπάτι, μια και την προηγούμενη μέρα κάποιοι πεζοπόροι δέχτηκαν την ξαφνική επίθεση από τον αγριεμένο ταύρο και, στην προσπάθειά τους να φύγουν από το μονοπάτι, κάποιοι τραυματίστηκαν. Ξαφνικά τον είδαμε σε μια στροφή του μονοπατιού να  κοιτάζει περίεργα, απορώντας για τις προθέσεις μας.  Τον φωτογραφίσαμε από απόσταση, γιατί, καθώς πλησιάζαμε, άρχισε να σκάβει το έδαφος με τα μπροστινά του πόδια. Τον καθησυχάσαμε και του δώσαμε να φάει κάποια μήλα που είχαμε μαζί μας και γυρίσαμε την ομάδα πίσω. Τέσσερα άτομα με προσοχή τον προσπέρασαν, περνώντας μακριά από το μονοπάτι, για να ανιχνεύσουν αν υπάρχει τρόπος να απεγκλωβιστεί  και αυτός άρχισε να τρέχει πάνω κάτω στο μονοπάτι. Δυστυχώς το σημείο όπου βρίσκεται είναι μεταξύ δυο καταρρακτών, μέρος στο οποίο προφανώς έπεσε από ψηλά  και είναι δύσκολο μόνος του να βγει από εκεί.  Το φαράγγι από εκεί και πάνω ανεβαίνει μέσα σε ένα δάσος από καστανιές και φτάνει  μέχρι το Γεωργίτσι.    Στην επιστροφή τους οι πεζοπόροι έφτασαν μέχρι τις πηγές του Κάστορα ποταμού και στη συνέχεια κάποιοι συνέχισαν και μέχρι το Μαρμαρογέφυρο  και όλοι κατέληξαν στο όμορφο αυτό παραδοσιακό χωριό, το Καστόρειο.

Οι τουρίστες, στις 9 η ώρα, ξεκίνησαν την περιήγησή τους στον χώρο της νεκρής πλέον καστροπολιτείας από ένα ψηλότερο σημείο, από την πύλη της Άνω Πόλης, συγκεκριμένα, στην είσοδο της οποίας έβγαλαν τα εισιτήρια. Αφού φτάσαμε έξω από την εκκλησία της Αγ. Σοφίας των Παλατιών και κοντά στην Τράπεζα της μονής, όπου αυτή κάποτε ανήκε,  η ξεναγός μας αναφέρθηκε στην ιστορία του Μυστρά.

Το ισχυρό κάστρο που βλέπουμε ψηλά στον φυσικά οχυρωμένο λόφο του Μυζηθρά χτίστηκε στα 1249 από τον Φράγκο Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο και η μεσαιωνική πολιτεία άρχισε να δημιουργείται από τα 1262, που το κάστρο μαζί με εκείνα της Μονεμβασιάς και της Μάνης ή και του Γερακίου,  πέρασε στην κυριότητα των Βυζαντινών. Είχε προηγηθεί η μάχη της Πελαγονίας, όπου ο Βιλλεαρδουίνος ηττήθηκε. Έτσι ο λόφος γέμισε αρχοντικά, παλάτια, εκκλησίες και οχυρωμένα μοναστήρια, καθώς και 2 περιβόλους. Στα μέσα του 15ου αι. ήταν ήδη ένα σπουδαίο κέντρο πολιτισμού, στενά συνδεδεμένο με την Κωνσταντινούπολη. Στα 1460 πέρασε στα χέρια των Τούρκων και η ακμή του έπαψε... Τότε ήταν που την έκαναν τζαμί κι αυτή την εκκλησιά, στο εσωτερικό της οποίας περάσαμε αμέσως μετά. Ο μιναρές του και τα σκαλάκια του φαίνονται ακόμα μέσα στο ψηλό καμπαναριό. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο Χριστός στην κόγχη του Ιερού, αντί της Παναγίας, όπως και άλλες τοιχογραφίες, μέσα στα δύο ανατολικά παρεκκλήσια.

Κατηφορίζοντας προς την πύλη της Μονεμβασιάς, είδαμε από μακριά τα Παλάτια των Καντακουζηνών και των Παλαιολόγων με τη μεγάλη πλατεία μπροστά τους. Αγναντεύοντάς τα φανταστήκαμε τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο να δέχεται στον πρώτο όροφο, στην τεράστια μονοκόμματη αίθουσα του θρόνου, τους απεσταλμένους από την Κωνσταντινούπολη, που ήρθαν να τον στέψουν βασιλιά, τον τελευταίο αυτοκράτορα του Βυζαντίου... Και στην ίδια την πύλη, που χωρίζει την αριστοκρατική συνοικία από την Κάτω ( αστική ) πόλη, σταματήσαμε για λίγο και συνεχίσαμε ως το γυναικείο μοναστήρι της Παντάνασσας, το μοναδικό σε λειτουργία σήμερα, όπου ανεβήκαμε στο καθολικό και ξεναγηθήκαμε κι εκεί. Εδώ σε αυτό περιτοιχισμένο μοναστήρι ζουν οι μοναδικοί κάτοικοι της νεκρής πολιτείας, μερικές μοναχές, που συντηρούν αρκετές γλάστρες στην αυλή του με πολλά και όμορφα λουλούδια. Μέσα στο καθολικό θαυμάσαμε τη γύψινη διακόσμηση του Ιερού, επηρεασμένη από τη δυτική τέχνη, καθώς και τον διπλό αρχιτεκτονικό τύπο, με βασιλική στο ισόγειο και σταυρικό ναό στον όροφο, που έχει εφαρμοστεί και στη Μητρόπολη, εξάλλου. Φυσικά στην Παντάνασσα μαγευτήκαμε από τις πλούσια χρωματισμένες τοιχογραφίες, τελευταία αντιπροσωπευτικά δείγματα της βυζαντινής τέχνης. Και το 4ώροφο καμπαναριό προκαλεί επίσης την προσοχή του επισκέπτη. Λίγο πιο πέρα δυο αρχοντικά υπό αναστήλωση, πολλά χρόνια και αυτά, όπως εξάλλου και το συγκρότημα των Παλατιών... Ακολουθώντας μικρά και όμορφα μονοπατάκια, περάσαμε στην Κάτω Χώρα, όπου επισκεφτήκαμε τη  Μητρόπολη του Αγ. Δημητρίου και το Μουσείο του Μυστρά.

Κι εδώ είδαμε τον τύπο της 3κλιτης βασιλικής με σταυρικό σχήμα με 5 τρούλους στον όροφο, κάτι που συνέβη, επειδή έτυχε μετασκευής ο αρχικός ναός του τέλους του 13ου αι. μέσα στον 15ο αι., με αποτέλεσμα να χαθούν οι αρμονικές αναλογίες του κτηρίου και να καταστραφεί η διακόσμησή του. Εξακολουθεί όμως ο Άγ. Δημήτριος να είναι από τα σημαντικότερα μνημεία του Μυστρά και οι τοιχογραφίες του δείχνουν το υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο της βυζαντινής ζωγραφικής. Η παράδοση θέλει να ορκίζεται εδώ μέσα ο τελευταίος βυζαντινός αυτοκράτορας στα 1449 και ο σημερινός επισκέπτης βλέπει τη μαρμάρινη πλάκα που πάτησε κατά τη στέψη του...

Στην όμορφη και δροσερή αυλή με τις τοξωτές στοές ξεκουραστήκαμε λίγο και αποχαιρετίσαμε εδώ την ξεναγό μας, αφού πρώτα κάναμε μια σύντομη επίσκεψη στο Μουσείο με τις επιγραφές, ανάγλυφα, κιονόκρανα, θωράκια και λοιπά μέλη από ναούς του λόφου, χειρόγραφους κώδικες, γυναικεία φορέματα, καθώς και εικόνες, κομμάτια από τοιχογραφίες και νομίσματα. Σειρά είχε το μοναστήρι των Αγ. Τεσσαράκοντα μαρτύρων στα περίχωρα της Σπάρτης. Ανδρικό και περιποιημένο μοναστήρι, που η ίδρυσή του ανάγεται στον 14ο αι. Σώζεται ακόμα η Παλαιά Μονή λίγο ψηλότερα στη χαράδρα του χειμάρρου Σωφρόνη. Ξεναγηθήκαμε από μοναχό μέσα στο Καθολικό της Μονής, που είναι γεμάτο όμορφες αγιογραφίες του 1620, έργο του ζωγράφου της Κρητικής Σχολής Γ. Μόσχου, αναφερόμενες ως επί το πλείστον στη ζωή και το μαρτύριο των Αγ. Τεσσαράκοντα, το οποίο αναγνωρίσαμε στην επίσης περίφημη εικόνα του ξυλόγλυπτου τέμπλου. Εντύπωση μας έκανε και ο επίσης  ξυλόγλυπτος αρχιερατικός θρόνος, καθώς και η μυσταγωγική ατμόσφαιρα, στην οποία συμβάλλει σημαντικά ο λιγοστός φωτισμός του ναού.

Δίπλα στο Καθολικό βρίσκεται το παρεκκλήσιο της Ζωοδόχου Πηγής, που λέγεται ότι λειτούργησε ως Κρυφό Σχολειό στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Μας φίλεψαν γλυκό άρτο, λουκουμάκι και δροσερό νεράκι, ευχαριστήσαμε για τη φιλοξενία και αναχωρήσαμε με καλύτερες εντυπώσεις απ΄ ό,τι στο γυναικείο μοναστήρι... Είχε πια φτάσει η ώρα για το μεσημεριανό μας και κατευθυνθήκαμε προς το ωραίο Καστόρειο. Παλιά λεγόταν Καστανιά και έλαβε ενεργό μέρος στην επανάσταση του 1770, του 1821, ενώ, όταν ο Ιμπραήμ προσπάθησε να το καταστρέψει, σώθηκε με έναν έξυπνο τρόπο.

Στο κέντρο του χωριού δεσπόζει ο επιβλητικός ναός της Γεννήσεως της Θεοτόκου με το ξεχωριστό ξυλόγλυπτο τέμπλο. Ο κεντρικός δρόμος διαθέτει νησίδα με πολλά φυτά και λουλούδια, δυο κρήνες τον ομορφαίνουν επίσης, ενώ πολλά παραδοσιακά σπίτια, πετρόκτιστα περιμένουν να εντυπωσιάσουν τον επισκέπτη στην περιήγησή του. Αρκετά είναι και τα καταστήματα, οι ταβέρνες και οι καφετέριες στο χωριό, το οποίο έχει και πολύ καλό κλίμα, αφού βρίσκεται σε υψόμετρο από 700 ως 850 μ. πάνω στον Ταΰγετο.

Φάγαμε ψητή πέστροφα, διάφορα ντόπια κρεατικά, μεζεδάκια, ήπιαμε και το σπιτικό κρασάκι της περιοχής και φύγαμε ικανοποιημένοι από το χωριό, όταν πια είχε αρχίσει να δροσίζει καλά- καλά, γύρω στις 4 το απόγευμα.

Μετά από μια στάση στο Σπαθοβούνι, επιστρέψαμε νωρίς στη Νίκαια, γεμάτοι ωραίες εικόνες για άλλη μια φορά, από αυτή την 3ημερη εκδρομή στη νότια Αρκαδία και σε όλο σχεδόν τον νομό της Λακωνίας.