Με μια μικρή παρέα φίλων ξεκινήσαμε από τη Νίκαια και το Αιγάλεω,  το Σάββατο, 7 Μαΐου, και,  αφού κάναμε μια στάση στην Εθνική Αθηνών – Λαμίας, κατευθυνθήκαμε προς το Καρπενήσι. Πολλές οι στροφές, δύσκολος ο δρόμος από τη Ράχη Τυμφρηστού, τον Άγιο Νικόλαο – γι΄αυτό ίσως και δεν είναι συχνός προορισμός η Ευρυτανία- , που όμως σε αποζημιώνει με την πληθωρική του φύση και τη σπάνια ομορφιά που συναντάς εδώ πάνω. Το ωραιότατο ελατόδασος που περιβάλλει το μαρτυρικό χωριό του Αγ.Νικολάου ( του Καρπενησιώτη ), στα 1.020 μ., είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Φτάσαμε στην πρωτεύουσα του νομού Ευρυτανίας μεσημεράκι σχεδόν, ακολουθήσαμε τον περιφερειακό και ανηφορίσαμε προς το ξενοδοχείο Lecadin, που βρίσκεται σε μια περίοπτη θέση, στο λόφο που δεσπόζει πάνω από την πόλη. Ήδη το Καρπενήσι είναι σε μεγάλο υψόμετρο χτισμένο, στα 950 μ., στις πλαγιές του Τυμφρηστού ( Βελούχι ) και δικαιολογείται το όνομά του, αφού σημαίνει « τόπος σκεπασμένος με χιόνι ». Η ιστορία του ξεκινά ουσιαστικά από τα βυζαντινά χρόνια και γνωρίζει μεγάλη ακμή τον 18ο αι., τότε που αποτελούσε ισχυρό πνευματικό κέντρο για την υπόδουλη Ελλάδα, αφού εδώ ο Ευγ. Γιαννούλης, Διδάσκαλος του Γένους, ίδρυσε τη σχολή του. Παρόλο που η πόλη βρισκόταν  στην καρδιά της Ρούμελης, δεν απέφυγε τις επιδρομές των Ενετών αρχικά, των Τούρκων στη συνέχεια, αλλά και των Γερμανών στα νεότερα χρόνια, οι οποίοι την πυρπόλησαν ολόκληρη και ανατίναξαν τα ομορφότερα και μεγαλύτερα κτίσματα. Σήμερα ο επισκέπτης εντοπίζει την προσπάθεια της δημοτικής αρχής να ξαναδώσει τη χαμένη ταυτότητα στην πόλη με αναπλάσεις κοινόχρηστων χώρων, πεζοδρομήσεις και δημιουργία πνευμόνων πρασίνου.

Αφού πήραμε τα δωμάτιά μας και τακτοποιηθήκαμε σε αυτά, κατεβήκαμε στην τραπεζαρία για το γεύμα μας. Ακολούθησε μικρή ξεκούραση και στις 3:30 μ.μ. αναχωρήσαμε για Μονή Προυσού και « Μαύρη σπηλιά ». Στο δρόμο μας είχαμε δεξιά τα χωριά Βουτύρο και Νόστιμο, αριστερά μας το Κλαυσί με το μοναδικό στην Ευρυτανία παλαιοχριστιανικό ναό του Αγ.Λεωνίδη και πιο κάτω το Παλαιό και Νέο Μικρό Χωριό αλλά και το Μεγάλο Χωριό. Ο μακρόστενος όγκος της Χελιδόνας με ύψος 1.975 μ. στα δεξιά μας έφραζε τον ορίζοντα, ενώ στα αριστερά η Καλιακούδα, κατά 126 μ. ψηλότερη, ανέμενε τους γενναίους ορειβάτες από την παρέα μας, που θα κατακτούσαν την κορυφή της την επόμενη ημέρα.

Λίγο πριν την Καρίτσα, το χωριό με τις πολεμίστρες στα σπίτια και το φαράγγι του Βόθωνα στα ριζά του, θαυμάσαμε το εκπληκτικό θέαμα που προσφέρουν οι βράχοι στη θέση «Κλειδί», ενώ λίγο πιο κάτω από το χωριό με κάποια προσπάθεια εντοπίσαμε στο βράχο τα λεγόμενα «Πατήματα της Παναγιάς », τα αποτυπώματα από ανθρώπινα πέλματα, όπως πιστεύει ο λαός. Λέγεται πως πέρασε από εκεί η Παναγία πηγαίνοντας στον Προυσό.

Στα Διπόταμα  άλλο ένα θαύμα της φύσης, εκεί όπου ενώνονται ο Κρικελοπόταμος με τον Καρπενησιώτη και σχηματίζουν τον Τρικεριώτη, που περνάκάτω από το παλιό γεφύρι του Μπαλτά και χύνεται στη λίμνη Κρεμαστών . Λίγο πιο πέρα διακρίναμε τον πρώτο Πύργο του Καραϊσκάκη με τις πολεμίστρες, σημάδι ότι πλησιάζαμε στο μοναστήρι. Τόσο αυτός όσο και ο δεύτερος πύργος-παρατηρητήριο νοτιότερα πήρε το όνομα του μεγάλου οπλαρχηγού, αφότου φιλοξενήθηκε στη μονή κατά την ανάρρωσή του.

Σταματήσαμε στο χώρο στάθμευσης του μοναστηριού και κατηφορίσαμε προς το καθολικό του 9ου αι., χτισμένο στην είσοδο μιας σπηλιάς,  με τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Προυσιώτισσας, έργο του Ευαγγελιστή Λουκά, την κρύπτη, το ξυλόγλυπτο τέμπλο και τις τοιχογραφίες . Το μοναστήρι του Προυσού, δεύτερο σε επισκεψιμότητα μετά την Παναγία της Τήνου, διαθέτει επίσης ένα ενδιαφέρον μουσείο με εικόνες, εκκλησιαστικά σκεύη, χειρόγραφους κώδικες και μέρος του οπλισμού του Καραϊσκάκη, ο οποίος κατέφυγε εδώ. Και ο Μ. Μπότσαρης κατέφυγε εδώ  εξάλλου, το όνομα του οποίου έχει συνδεθεί με τη μάχη στο Κεφαλόβρυσο, τον Αύγουστο του 1823, όπου και έχασε τη ζωή του.

Μετά την επίσκεψη στον ναό και το Μουσείο και, αφού φάγαμε τον άρτο και το λουκουμάκι μας, αναχωρήσαμε για το χωριό Προυσό, όπου αφήσαμε όσους δεν θα πεζοπορούσαν και στη συνέχεια για το φαράγγι της «Μαύρης σπηλιάς ».

Η ανάβαση ξεκίνησε από τη γραφική πέτρινη βρυσούλα δίπλα από τη γέφυρα Προυσού-Τόρνου με βροχούλα, η οποία όμως δεν πτόησε τους περισσότερους  και κατάφεραν έτσι να βρεθούν πάνω στη σπηλιά με τα ερείπια του λίθινου καταφυγίου, περνώντας από ρυάκια, καταρράκτες ως  15 μ. ύψος, λιμνούλες, ξύλινα γεφυράκια, ανάμεσα σε ιτιές και έλατα, ώσπου να φτάσουν εκεί ψηλά. Λένε πως αυτή η σπηλιά υπήρξε καταφύγιο για τους κατοίκους της περιοχής στα χρόνια της Τουρκοκρατίας αλλά και κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Αυτό που κάνει το φαράγγι αυτό μοναδικό είναι η « via ferrata » διαδρομή, δηλαδή το μονοπάτι που αποτελείται από σιδερένια μπηγμένα στον βράχο σκαλιά και συρματόσχοινα στο τοίχωμα του βράχου.  Ξεκινά ακριβώς από τη σπηλιά και συνεχίζεται για 50 ακόμη λεπτά ως την έξοδό της.

Επιστρέψαμε από το ίδιο μονοπάτι, μπήκαμε στο πούλμαν, όπου βρίσκονταν όσοι δεν πεζοπόρησαν, ενώ κάποιοι πήραν την άσφαλτο προς το χωριό. Τους παραλάβαμε στο δρόμο, όπως και εκείνους που είχαμε αφήσει στο Προυσό και επιστρέψαμε στο Καρπενήσι. Μια μικρή παρέα αψήφησε τη βροχή και έκανε βόλτα στην πόλη, όπου κυριαρχούσαν οι ήχοι διάφορων τραγουδιών από τα μεγάφωνα στους πεζόδρομους. Στο Καρπενήσι όλα μοιάζουν να είναι συγκεντρωμένα γύρω από την κεντρική πλατεία Μ. Μπότσαρη, όπου βρίσκονται και οι ανδριάντες του ήρωα αυτού καθώς και του Κατσαντώνη, κοντά στην εκκλησία της Αγ.Τριάδας του 17ου αι., με το καμπαναριό του Ευγ.Γιαννούλη, τους πλατάνους και τις καφετέριες, τα περισσότερα καταστήματα της πόλης.

Το « καημένο Καρπενήσι » του Ζ. Παπαντωνίου είναι πια παρελθόν, μια και τα τελευταία χρόνια ανακτά το χαμένο έδαφος, αφού μάλιστα διαθέτει και ένα από τα μεγαλύτερα αθλητικά κέντρα της επικράτειας, που θεωρείται ιδανικό, λόγω υψομέτρου, για την προετοιμασία των αθλητών. Στο ξενοδοχείο μας τα πάντα ήταν έτοιμα για το δείπνο και το γλέντι κι έτσι, αφού ετοιμαστήκαμε κι εμείς, κατεβήκαμε στην τραπεζαρία. ΟΙ δύο μουσικοί ξεκίνησαν με απαλούς ρυθμούς και προχώρησαν σε παραδοσιακά και λαϊκά τραγούδια ως αργά το βράδυ, οπότε πήγαμε όλοι για ύπνο, γιατί μας περίμενε πεζοπορία και ορειβασία την επόμενη μέρα. Κυριακή ( του Θωμά ), 8 Μαΐου, « ημέρα της μητέρας », μετά το πρωινό μας φύγαμε για την Ανιάδα, στα Ν.Α. του Μεγάλου Χωριού, το ορεινό χωριό, στα 1.150 μ., στις πλαγιές του όρους Καλιακούδα, απ΄όπου θα ξεκινούσαν ορειβάτες και πεζοπόροι τις διαδρομές τους.

Οι ορειβάτες προπορεύτηκαν και οι πεζοπόροι ακολούθησαν. Απ’ την πλατεία  του χωριού, ακολουθήσαμε τον τσιμεντένιο κατηφορικό δρόμο και  στη συνέχεια το εγκαταλειμμένο καλντερίμι που οδηγεί μέσα από χόρτα, βάτα και τσουκνίδες στο ρέμα, κάτω από το χωριό. Η πρωινή δροσούλα δεν μας πτόησε και περνώντας απέναντι το ποταμάκι ανηφορίσαμε το μονοπάτι Μ5 ανάμεσα σε βελανιδιές,  γκορτσιές, έλατα αλλά και κάπου κάπου εγκαταλειμμένα χωράφια. Η σήμανση πολύ καλή μέχρι και το GRS που διαθέτουμε μάλλον άχρηστο γιατί ψηλά επάνω ίσα διακρίνεται η απότομη κορυφή της Καλιακούδας. Περνάμε ένα μικρότερο ρέμα και ανηφορίζουμε το σημαδεμένο μονοπάτι μέσα από το δάσος ανάμεσα σε γκορτσιές, αγριοτριανταφυλλιές και έλατα περνάμε μπροστά από μια κατασκήνωση και παίρνοντας το χωματόδρομο φτάνουμε στο ξωκλήσι της Παναγίας. Δίπλα υπάρχει το Μνημείο που είναι αφιερωμένο στην μάχη της Καλιακούδας.

Εδώ πήραμε μια ανάσα και συνεχίσαμε την διαδρομή μας ακολουθώντας το δρόμο  που μας οδηγεί λίγα μέτρα πιο πάνω στο Καταφύγιο της Καλιακούδας σε υψόμετρο 1386m. Μια μικρή στάση για ξεκούραση αλλά και για να ξεδιψάσουμε πίνοντας νερό από την πέτρινη βρύση που υπάρχει έξω από το καταφύγιο. Αφού ξεκουραστήκαμε  ξεκινήσαμε για τη κορυφή της Καλιακούδας που πλέον υψωνόταν μπροστά μας.
Περνώντας από το πίσω πορτάκι του προαυλίου του καταφυγίου πήραμε το δύσκολο ανηφορικό μονοπάτι δίπλα στον χείμαρρο και αρχίσαμε την ανάβαση.
Κινηθήκαμε δίπλα στο χωματόδρομο  που οδηγεί από το Μεγάλο Χωριό στα Δολιανά. όπου και βρίσκεται η εκκίνηση για το φημισμένο φαράγγι Πάντα Βρέχει. Καθώς ανεβαίνουμε αφήνουμε πίσω μας και τα τελευταία δένδρα και κινούμαστε σε αλπική βλάστηση, που αποτελείται από το χορτάρι και πλήθος αγριολούλουδων τα οποία είναι ολάνθιστα αυτή την εποχή με χιλιάδες έντομα να τα περιτριγυρίζουν.
Η αρχή ήταν  σχετικά εύκολη υπόθεση καθώς η επιφάνεια του εδάφους είναι ομαλή αλλά όσο ανεβαίναμε  η δυσκολία τους μονοπατιού ήταν μεγαλύτερη. Επιστρατεύσαμε λοιπόν και τα χέρια μας και σκαρφαλώναμε στα βράχια στα πιο επικίνδυνα σημεία. Το έδαφος σε αρκετά σημεία σαθρό και χρειαζόταν μεγάλη προσοχή στα βήματά μας για να μη γλιστρήσουμε. Μετά από επίπονη προσπάθεια φτάνουμε στην κορυφή του βουνού και αφού διανύουμε και τα τελευταία εκατό μέτρα στην κορυφογραμμή νάμαστε στο  υψηλότερο σημείο της Καλιακούδας όπου βρίσκεται και το κολωνάκι. Η θέα από εδώ φανταστική. Παντού απλώνονται βουνοκορφές , δυτικά βλέπουμε την Χελιδόνα  που ανεβήκαμε πριν 3 χρόνια και βόρεια υψώνεται η υψηλότερη κορυφή της Ευρυτανίας το φημισμένο Βελούχι, που κατακτήσαμε πρόσφατα. Μπροστά του το οροπέδιο του Καρπενησίου και στη κοιλάδα του Καρπενησιώτη το Μικρό και μεγάλο Χωριό, οι Κορυσχάδες και τα χωριά Δερμάτι, Νόστιμο, Βουτύρο και στη βάση της  Χελιδόνας το μοναστήρι του Προυσού.
Αφού απολαύσαμε τη θέα από ψηλά και φωτογραφηθήκαμε στη κορυφή έφτασε η ώρα για την επιστροφή μας. Η κατάβαση εξίσου δύσκολη με αργό και σταθερό ρυθμό μας έφερε πάλι στο διάσελο και από εκεί στο καταφύγιο και στο εκκλησάκι της Παναγιάς.

Εδώ ακολουθούμε το χωματόδρομο και το μονοπάτι προς το Μεγάλο χωριό και σε μια ώρα περίπου φτάνουμε στο τέρμα της διαδρομής μας όπου μας περίμεναν  οι πεζοπόροι και οι τουρίστες μας. Η όλη διαδρομή μας με τις στάσεις διήρκησε περίπου 5,5 ώρες. Κουρασμένοι σωματικά αλλά ανάλαφροι ψυχικά  αφού είχαμε τη δυνατότητα να απολαύ-σουμε όλα αυτά τα τοπία  της Ευρυτανικής γης αφεθήκαμε στη χαλάρωση μέχρι να μπούμε στο πούλμαν για την επιστροφή μας.
Οι πεζοπόροι ξεκίνησαν και αυτοί από την Ανιάδα με προορισμό το Μεγάλο Χωριό. Αρχικά κατηφόρισαν προς το μικρό ποταμάκι και στη συνέχεια ανηφόρισαν για μιάμιση ώρα περίπου στο μονοπάτι Μ5, ώσπου έφτασαν στα Λακκώματα. Εκεί υπάρχει το μνημείο αφιερωμένο στη μάχη της Καλιακούδας ( 28-8-1823 ) και στο παρακείμενο ξωκλήσι της Παναγίας. Η διαδρομή είχε μια κλίση μεν, αλλά το μονοπάτι ήταν βατό και περιστοιχιζόταν από έλατα, ενώ κατά διαστήματα υπήρχαν ξέφωτα που επέτρεπαν τη θέα προς τα γύρω βουνά. Στο κομβικό αυτό σημείο διασταυρώνονται τα μονοπάτια Μ3, Μ4, το οποίο οδηγεί στην κορυφή της Καλιακούδας, και το Μ5.

Οι πεζοπόροι συνέχισαν στο μονοπάτι Μ3, που οδηγεί στο Μεγάλο Χωριό. Ήταν κατηφορικό, διασταυρωνόταν συχνά με τον δασικό δρόμο, ο οποίος οδηγεί στα Δολιανά ή Στουρνάρα ( απ΄όπου ξεκινάει και η πορεία για το φαράγγι « Πάντα βρέχει » ) και η διαδρομή γινόταν  μέσα στα έλατα. Όταν έφτασαν στο τελευταίο κομμάτι του μονοπατιού, ακολούθησαν ένα στενό δασικό δρόμο που επέτρεπε τη θέα προς το Μικρό Χωριό και τη Χελιδόνα και μετά από κάποια ώρα βρέθηκαν στα γραφικά σοκάκια του Μεγάλου Χωριού, με τα καλοδιατηρημένα παλιά πέτρινα αρχοντικά. Στο τέλος της διαδρομής συναντά κανείς και  το μεγάλο πέτρινο ρολόι και την πλατεία του χωριού, όπου βρίσκονταν και οι «τουρίστες» μας, οι οποίοι είχαν στο μεταξύ επισκεφθεί το Κρίκελλο και τη Δομνίστα .

Το Κρίκελλο είναι χτισμένο αμφιθεατρικά στα 1.120 μ. και διαθέτει μία από τις γραφικότερες πλατείες της ορεινής Ελλάδας. Εκεί βρίσκεται και η εκκλησία του Αγ.Νικολάου ( του Καρπενησιώτη ). Στην απλόχωρη πλατεία υπάρχουν ταβερνάκια και μαγαζάκια με ενθύμια, καθώς και μια μικρή βρυσούλα. Η εντυπωσιακή όμως και μεγάλη πέτρινη βρύση είναι τα « Σωληνάρια », στην είσοδο του χωριού.

Το ηρωικό χωριό της Δομνίστας, χτισμένο στα 1.100 μ., είναι αυτό από το οποίο ξεκίνησε την ένοπλη αντίσταση ο Άρης Βελουχιώτης τον Ιούνιο του 1942. Ο επισκέπτης μπορεί να δει στην άκρη του χωριού το Μνημείο Εθνικής Αντίστασης καθώς και το παλιό σχολείο, κοντά στο θαυμάσιο άλσος του Προφήτη Ηλία. Ήσυχο και καθαρό χωριουδάκι η Δομνίστα, με μια μικρή πλατεία με κάνα δυο ταβερνάκια, που ζωντανεύει στα τέλη Οκτωβρίου, οπότε γίνεται η « Γιορτή του τσίπουρου ».

Κάναμε βόλτες στα στενά του Μεγάλου Χωριού, αγοράσαμε ενθύμια από τα μικρά μαγαζάκια που υπάρχουν στην κεντρική στράτα και το περίφημο γαλακτομπούρεκο του Καρβέλη, ανηφορίσαμε προς την περιοχή «Κεφαλόβρυσο » με τα ξύλινα γεφυράκια και τους μικρούς καταρράκτες και τελικά γευματίσαμε σε κάποια από τα ταβερνάκια κοντά στην πλατεία. Κάποιοι επισκέφθηκαν και το Λαογραφικό Μουσείο του χωριού.

Όταν έφτασαν και οι γενναίοι ορειβάτες μας και γευμάτισαν κι αυτοί, αναχωρήσαμε όλοι μαζί για Νίκαια με μια στάση στην Εθνική Οδό. Επιστρέφαμε « γεμάτοι » αγαλλίαση στη βάση μας, έχοντας πάρει δυνάμεις, ώστε να αντέξουμε άλλη μια βδομάδα τη ζωή στην πόλη.