Εκδρομή στη Βουλγαρία

 Για πρώτη φορά φέτος το Δεκαπενταύγουστο  ο Φυσιολάτρης αποφάσισε να ανέβει στη ψηλότερη κορυφή των Βαλκανίων «ΜΟΥΣΑΛΑ», 2925 μέτρα, συνδυάζοντας το με τα αξιοθέατα στη γειτονική Βουλγαρία.

Ξεκινήσαμε το ταξίδι μας, Σάββατο, 13 Αυγούστου, νωρίς το πρωί για τον Προμαχώνα Σερρών (Κουλάτα), απ΄όπου θα περνούσαμε στη Βουλγαρία, που ήταν και ο προορισμός του ταξιδιού μας. Κάποιοι φίλοι είχαν ήδη επισκεφθεί τη χώρα αυτή, ενώ για κάποιους άλλους ήταν άγνωστη. Σταματήσαμε για λίγο κοντά στη Λαμία και περισσότερο στον Κορινό,  για να τσιμπήσουμε και κάτι.

Περισσότερα: Εκδρομή στη Βουλγαρία

Εκδρομή στην Επίδαυρο

Ξεκινήσαμε την Παρασκευή, 29/7, στις 7:15 από τη Νίκαια και στις 7:30 περίπου αναχωρήσαμε από το Αιγάλεω για τον Ισθμό, όπου και κάναμε μια στάση μισής ώρας.

Συνεχίσαμε έπειτα για τον Αρχαιολογικό χώρο των Μυκηνών, όπου μας περίμενε ήδη η ξεναγός μας, κοντά στον θολωτό τάφο του Ατρέα. Αφού έγινε μια σύντομη εισαγωγή για τον μυκηναϊκό πολιτισμό και την οικογένεια των Ατρειδών, μπήκαμε στον περιώνυμο τάφο,  το πιο αντιπροσωπευτικό και άριστης διατήρησης δείγμα θολωτού τάφου ( 1250 π.Χ. ), ξεναγηθήκαμε, θαυμάσαμε τον εκφορικό τρόπο κτισίματος, το μέγεθος του τάφου και φύγαμε έπειτα, με το πούλμαν, για την ακρόπολη. Ανεβαίνοντας προς τον λόφο κάναμε μια μικρή στάση, ώστε να δούμε 2 ακόμα θολωτούς τάφους, «της Κλυταιμνήστρας» και «του Αιγίσθου», οι οποίοι βέβαια δεν σώζονται τόσο καλά όσο ο θολωτός του Ατρέα, μια και η στέγη απουσιάζει παντελώς σε αυτούς τους δύο. Ολόγυρα υπάρχουν κι άλλοι θολωτοί τάφοι, σε ανάλογη ή χειρότερη κατάσταση. Πολύ κοντά μας και ο ταφικός περίβολος Β΄, με τους παλαιότερους βασιλικούς τάφους ( 17-16ου αι. π.Χ. ) καθώς και η «Οικία του λαδέμπορου». Σταματήσαμε στη σκιά κάποιου δέντρου λίγο πριν από την Πύλη των Λεόντων, την κύρια μνημειώδη είσοδο στην τειχισμένη ακρόπολη, και τα « κυκλώπεια τείχη », τα οποία οικοδομήθηκαν από τα μέσα του 14ου αι. ως τα τέλη του 13ου αι. π.Χ.. Περάσαμε την Πύλη και κατηφορίσαμε ως τον ταφικό περίβολο Α΄, το νεκροταφείο βασιλικών τάφων του 16ου αι. π.Χ., από οποίο έχουμε νεκρικές προσωπίδες και μια σειρά πολυτελών ευρημάτων στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Αρκετοί φίλοι στη συνέχεια ανηφόρισαν ως την κορυφή του λόφου, όπου βρίσκονται τα ερείπια του μυκηναϊκού « μεγάρου », του Ανακτόρου, με το μνημειακό κλιμακοστάσιο και την κεντρική αυλή, καθώς και των άλλων κτισμάτων που κοσμούσαν κάποτε τον χώρο. Η ξεναγός περίμενε χαμηλότερα, μαζί με όσους δεν ανέβηκαν ψηλά, και, όταν επέστρεψαν όλοι, συνέχισε την ξενάγηση  εντός του Μουσείου πλέον με τα πολύ ενδιαφέροντα εκθέματα, που βρέθηκαν κυρίως μέσα σε τάφους της περιοχής: ειδώλια, αναθήματα, κοσμήματα, αγγεία, τοιχογραφίες, όπλα, μεταλλικά και οστέινα αντικείμενα  και πολλά άλλα.

Αφού τελείωσε η ξενάγηση, μπήκαμε ξανά στο πούλμαν και αναχωρήσαμε για το όμορφο  και παραδοσιακό χωριό του Δρέπανου ( παλιό Χαϊδάρι ), περνώντας έξω από το Ναύπλιο, στην παραλία του οποίου καταλύσαμε. Πήραμε τα δωμάτιά μας, το « βραχιολάκι» μας για τις all inclusive παροχές του ξενοδοχείου και κατεβήκαμε για μπάνιο στη θάλασσα και το μεσημεριανό μας φαγητό. Ξαπλώσαμε στη συνέχεια στο δωμάτιο ή σε κάποια ξαπλώστρα της παραλίας  και νωρίς το απόγευμα ξεκινήσαμε για Καραθώνα. Είχαμε ανέβει με το πούλμαν ως το Παλαμήδι πριν, όπου απολαύσαμε τη θέα από ψηλά, αλλά, επειδή κανείς δεν ενδιαφερόταν να επισκεφθεί το φρούριο, από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα της βενετσιάνικης αρχιτεκτονικής, κατηφορίσαμε αμέσως προς την παραλία του Καραθώνα. Από το μικρό και γραφικό λιμανάκι με τις ψαρόβαρκες αρχίσαμε, οι περισσότεροι, την πεζοπορία μας ως την πόλη του Ναυπλίου, έχοντας στα αριστερά μας τη θάλασσα και τη δροσιστική της αύρα, ενώ από τα απότομα, πολλές φορές, βράχια στα δεξιά μας, τα φραγκόσυκα μας προκαλούσαν να τα κόψουμε και οι καπαριές μπλέκονταν στα πόδια μας, καθώς απλώνονταν στο μονοπάτι. Στην πλατεία της Αρβανιτιάς, λίγοι φίλοι αποχώρησαν προς την ίδια την πόλη περνώντας από το κοντινό Πάρκο Στάικου Σταϊκόπουλου και την Πύλη της ξηράς, ενώ οι υπόλοιποι έκαναν όλο τον γύρο, αφήνοντας πίσω την ομώνυμη παραλία, όπου κολυμπούσαν αρκετοί παραθεριστές. Η περιοχή της Αρβανιτιάς ονομάστηκε έτσι, γιατί κατοίκησαν πολλοί Αρβανίτες ήδη από την εποχή της Α΄Ενετοκρατίας ( 1389 -1540 ). Μια παράδοση λέει ότι ο καπετάν πασάς έριξε από εδώ στα 1779 τους Αρβανίτες που προξενούσαν ζημιές στην περιοχή. Λίγο πριν φτάσουμε στην πλατεία του γραφικού Ψαρομαχαλά, της μόνης συνοικίας, όπου επιτρεπόταν να κατοικούν Έλληνες μετά το 1715, οπότε αρχίζει η 2η Τουρκοκρατία στο Ναύπλιο, και στον προμαχώνα « Τα 5 αδέρφια » ( για 5 κανόνια πρόκειται ), είδαμε την Παναγία της σπηλιάς στους πρόποδες της Ακροναυπλίας, πολύ κοντά στα απομεινάρια των αρχαίων τειχών.  Μετά από μιάμιση περίπου ώρα η όμορφη βόλτα μας είχε ολοκληρωθεί, καθώς βρεθήκαμε στο λιμάνι, όπου συναντήσαμε και τους φίλους που δεν ακολούθησαν την πεζοπορία. Απέναντί μας το Μπούρτζι, το νησάκι που οχύρωσαν οι Βενετοί, το οποίο για ένα διάστημα υπήρξε κατοικία των δημίων και στα νεότερα χρόνια λειτούργησε κι ένα ξενοδοχείο. Ως την ώρα της αναχώρησής μας από τη μαγευτική πολιτεία, που κάποτε διετέλεσε και πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους , σεργιανίσαμε στα γραφικά σοκάκια της παλιάς πόλης, στην πλατεία Συντάγματος με το Αρχαιολογικό Μουσείο, το Βουλευτικό, το τζαμί και μετέπειτα αλληλοδιδακτικό Σχολείο του «Τριανόν», στην πλατεία Καποδίστρια με το άγαλμα του πρώτου κυβερνήτη της απελευθερωμένης Ελλάδας, τον ναό του Αγ. Σπυρίδωνα, όπου δολοφονήθηκε ο Κυβερνήτης τον Σεπτέμβριο του 1831, στην πλατεία 3 Ναυάρχων, το ταφικό μνημείο του Δημ.Υψηλάντη. Μετά το προσκύνημα στην εκκλησία που είναι αφιερωμένη στο Γενέσιο της Θεοτόκου και βρίσκεται πίσω από το Αρχαιολ. Μουσείο, από τους παλαιότερους και σημαντικότερους ναούς του Ναυπλίου ( 1500 ) με το ενδιαφέρον τέμπλο του 19ου αι., δεν παραλείψαμε και την επίσκεψη στη γνωστή ιταλική τζελατερία για ένα παγωτό στο χέρι! Φυσικά κάναμε και μικροεπισκέψεις στα χαριτωμένα μαγαζάκια πάνω στον «Μεγάλο Δρόμο » για κάποιο ενθύμιο, κάποιο μικρό δωράκι.

Επιστρέψαμε στο Δρέπανο για το δείπνο μας και βόλτες στην παραλιακή, προς την πλευρά της Ασίνης και του Τολού.

Την επόμενη μέρα, Σάββατο, 30/7, μετά το πρωινό μας, αναχωρήσαμε κατά τις 8:15 για την περιοχή όπου θα γινόταν η πεζοπορία μας, το Φαράγγι Καταφύκι, ένα άγνωστο αλλά πολύ όμορφο φαράγγι με πλούσια βλάστηση, νερά, άγρια ζωή και σπηλιές, με τις οποίες συνδέονται σαγηνευτικές ιστορίες. Ο θρύλος θέλει μια από αυτές να αποτελεί την είσοδο στον Άδη, ενώ οι ντόπιοι διηγούνται ιστορίες με παράνομους, που κάποτε έβρισκαν καταφύγιο σε αυτές ( γι΄αυτό και η ονομασία ). Περάσαμε από τα Δίδυμα, όπου εντύπωση προκαλούν οι δυο μεγάλοι κρατήρες που έχουν δημιουργηθεί από πτώση μετεωριτών και φτάσαμε στο χωριό Φούρνοι. Εδώ  ξεκίνησε η πεζοπορία μας παίρνοντας τον χωματόδρομο που οδηγεί στα Παπούλια, στο ξωκλήσι των Αγ. Αναργύρων. Στο γραφικό εκκλησάκι  στα παγκάκια κάτω από τα πεύκα πήραμε μια ανάσα, προμηθευτήκαμε νερό από τη μοναδική βρύση της περιοχής και ύστερα ακολουθήσαμε το βατό μονοπάτι στο φαράγγι του Καταφυκίου. Το ποταμάκι που το διασχίζει ήταν χωρίς νερό αυτή την εποχή, αλλά το τοπίο φάνταζε  άγριο με τα εντυπωσιακά βράχια αριστερά και δεξιά. Ψηλά στους βράχους όπου γίνεται και αναρρίχηση μια μεγάλη τρύπα, η είσοδος του Άδη. Στο μέσον του φαραγγιού υπάρχει το Βυζαντινό εκκλησάκι του Άι-Νικόλα. Μερικά χιλιόμετρα μετά το εκκλησάκι φτάσαμε στην έξοδο και αφού περπατήσαμε λίγη ώρα ακόμα, μας πήρε το πούλμαν, γιατί  η ζέστη πλέον είχε γίνει ανυπόφορη.

Οι υπόλοιποι που δεν πεζοπορήσαμε  πήραμε τον δρόμο με το πούλμαν για την Ερμιόνη, έξω από την οποία βρίσκεται η Μονή Αγ. Αναργύρων, κοντά στον μυχό του κόλπου « Πόρτο-Κάπαρη ». Εκεί βρεθήκαμε για μια σύντομη επίσκεψη, κατά την οποία διαπιστώσαμε ότι πράγματι το καθολικό του μοναστηριού είναι χτισμένο πάνω σε αρχαίο ναό, του Ασκληπιού συγκεκριμένα, αφού στους τοίχους του βλέπει κανείς εντοιχισμένα αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη. Θαυμάσαμε τις υπέροχες τοιχογραφίες και το εικονοστάσιο και γευτήκαμε το παραδοσιακό λουκουμάκι από τα χέρια μιας μοναχής που μας κερνούσε. Στη λουλουδιασμένη και πολύ φροντισμένη αυλή σε μια στέρνα συγκεντρώνεται ιαματικό νερό, που θεωρείται από την αρχαιότητα θεραπευτικό. Φημισμένη και η « Καραμάνειος » Βιβλιοθήκη του μοναστηριού. Φύγαμε για την « αργολική Ριβιέρα » και την πόλη, συγκεκριμένα, της Ερμιόνης, όπου παραμείναμε για μια ώρα περίπου κάνοντας βόλτες στο πολύ ενδιαφέρον Μπίστι ( = ουρά στα αρβανίτικα ), το αρχαίο « Ποσείδιον ».  την πευκόφυτη χερσόνησο με ερείπια από τα αρχαία « κυκλώπεια » τείχη, τα 2 πορφυρεία ( = εργαστήρια επεξεργασίας πορφύρας ), τα θεμέλια του ναού του Ποσειδώνα, πάνω στον οποίο είχε χτιστεί βυζαντινή βασιλική,  τον ανεμόμυλο των Μητσαίων, από τα τέλη του 18ου αι. , το ξωκλήσι του Αϊ-Νικόλα και τον φάρο στην άκρη της χερσονήσου. Δίπλα από αυτόν υπάρχει αρχαίο μνήμα και στη μέση του γκρεμού η σπηλιά της Βιτόριζας, του τέρατος, κατά τους ντόπιους, που τρομοκρατούσε τα παιδιά κυρίως, αλλά και τους ψαράδες. Ένα μαγικό δάσος, θα έλεγε κανείς, γεμάτο θρύλους και παραδόσεις το Μπίστι, αλλά και η ίδια η πόλη, που θυμίζει νησί, με τα δυο λιμάνια που διαθέτει, τα πλακόστρωτα σοκάκια, τα ασβεστωμένα σπίτια, κατακτά τον επισκέπτη και τον καλεί για όμορφους περιπάτους, τους καλοκαιρινούς ιδίως μήνες.

Επιστρέψαμε στο σημείο όπου θα παραλαμβάναμε τους πεζοπόρους μας και όλοι μαζί  φύγαμε για το Δρέπανο, τη ζεστή του θάλασσα και το … μεσημεριανό μας, φυσικά. Ξεκουραστήκαμε, κολυμπήσαμε και πάλι, καθίσαμε δίπλα στην πισίνα για καφέ, αναψυκτικό ή παγωτάκι και, κατά τις 18:30 βρεθήκαμε στην τραπεζαρία για βραδινό φαγητό, λίγο πριν αναχωρήσουμε για το θέατρο της Επιδαύρου. Με τα μαξιλαράκια μας, τα κιάλια μας και νεράκι ξεκινήσαμε για τον αρχαιολογικό χώρο του Ασκληπιείου, στο αρχαίο θέατρο του οποίου παρακολουθήσαμε την παράσταση «Οιδίπους τύραννος», σε συνεργασία του Θεάτρου της Μόσχας Βαχτάνγκοφ με το Εθνικό Θέατρο. Στο επίκεντρο της προβληματικής του έργου τίθεται το άτομο σε σχέση με την προσωπική του ελευθερία, την εξουσία, την κοινωνία και τη θεία βούληση. Πολύ ενδιαφέρουσα η παρουσίαση του δράματος του Σοφοκλή, που διδάχθηκε στα 428 π.Χ., εν μέσω του Πελοποννησιακού πολέμου. Πολύ λιτό το σκηνικό που δήλωνε το ανάκτορο, αλλά συμβόλιζε, θα έλεγες, με  το κυλινδρικό του σχήμα, το οποίο βοηθούσε στο να κυλίεται πολύ εύκολα, όποτε το απαιτούσε η σκηνοθεσία, το γνωστό « του κύκλου τα γυρίσματα π΄ανεβοκατεβαίνουν … ». Δυσκολίες βέβαια αντιμετωπίζαμε σχετικά με τους υπέρτιτλους, οι οποίοι δεν ήταν εύκολο να διαβαστούν από το άνω διάζωμα, όπου βρισκόμασταν. 

Σχετικά εύκολα έγινε η αναχώρησή μας από τον χώρο στάθμευσης, μια και το θέατρο δεν ήταν κατάμεστο, όπως συμβαίνει με τις παραστάσεις αρχαίων κωμωδιών, και κατά τις 12 παρά κάτι ήμαστε για ξεκούραση, μια τελευταία βόλτα ή ένα ποτάκι στην παραλία του Δρέπανου.

Κυριακή πρωί, 31/7,έχοντας ήδη πάρει πρωινό και έχοντας τοποθετήσει τις αποσκευές μας στο πούλμαν, στις 8:30 πήραμε τον δρόμο για την Κόστα, απ΄όπου με θαλάσσια ταξί βρεθήκαμε απέναντι στο « αρωματοφόρο νησί » των Σπετσών. Έτσι το ονόμασαν οι Βενετοί, ενώ στα αρχαία χρόνια λεγόταν Πιτυούσα, από τα πολλά πεύκα, που πολλές φορές φτάνουν μέχρι τη θάλασσα. Το νησί διαθέτει δίκτυο μονοπατιών μοναδικού κάλλους μέσα σε πεύκα,  θυμάρι,  κουμαριές, βότανα και αγριολούλουδα, με υπέροχη πανοραμική θέα από ψηλά. Σημαντική η ιστορία του νησιού και ιδιαίτερη η συμβολή του στον Αγώνα του ΄21. Στο λιμάνι, την Ντάπια με τα κανόνια, γιορτάζεται κάθε χρόνο, τον Σεπτέμβριο, η γιορτή της Αρμάτας, σε ανάμνηση της πυρπόλησης της τουρκικής ναυαρχίδας το 1822.          

Από τη Ντάπια ξεκίνησαν οι πεζοπόροι περνώντας από το Μουσείο – Αρχοντικό της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας και από το Αρχοντικό του Σωτήρη Ανάργυρου, μεγάλου ευεργέτη των Σπετσών. Αφήσαμε πίσω μας την πόλη, αφού κάναμε κάποιες στάσεις για να γευτούμε τα ώριμα σύκα που βρίσκαμε στη διαδρομή μας, καθώς ανηφορίζαμε προς το βουνό. Φτάνοντας στην κορυφή θαυμάσαμε τη θέα προς την πόλη των Σπετσών, την παραλία των Αγ. Αναργύρων αλλά και τις απέναντι ακτές της Πελοποννήσου. Εκεί κάναμε μια στάση  στην Παναγία Δασκαλάκη, στο βόρειο μέρος της οποίας βρίσκεται ο τάφος του βιομήχανου Δασκαλάκη, που είχε ιδρύσει το εργοστάσιο νηματουργίας στην πόλη ( σημερινό ξενοδοχείο «Τα νησιά »). Δυτικότερα 300 μέτρα, στη θέση «Βίγλα», στο ψηλότερο σημείο των Σπετσών, βρίσκεται το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, που διαθέτει έναν πύργο παρακολούθησης για περίπτωση πυρκαγιάς. Εδώ ξεκουραστήκαμε για λίγο πίνοντας δροσερό νεράκι, χυμό, τρώγοντας ένα φρούτο ή κανένα σαντουιτσάκι, αλλά κυρίως απολαμβάνοντας την πανοραμική θέα προς τον Φάρο και το Παλιό λιμάνι, την “Αναργύρειο και Κοργιαλένειο  Σχολή” και μακρύτερα στο βάθος την Ύδρα και το  Πόρτο Χέλι.

Αφού φωτογραφηθήκαμε και εδώ, συνεχίσαμε την πορεία μας προς τη «Συνάντηση των Κυνηγών», μέσα στο πευκοδάσος, κατηφορίζοντας προς την παραλία των Αγ. Αναργύρων, όπου ξεχώριζαν τα λίγα σπίτια του οικισμού. Μόλις φτάσαμε εκεί, όσοι ήθελαν παρέμειναν για μπάνιο στην παραλία με τα γαλαζοπράσινα νερά και το ψιλό πολύχρωμο βοτσαλάκι, ενώ οι περισσότεροι κατευθύνθηκαν προς τη σπηλιά του Μπεκίρη. Η σπηλιά αυτή σύμφωνα με διάφορες παραδόσεις, χρησίμευσε σε πολλές περιπτώσεις ως καταφύγιο για τα γυναικόπαιδα του νησιού σε στιγμές επιδρομών.  Μέσα στη σπηλιά υπάρχουν σταλαγμίτες και μια μικρή αμμουδιά.   Η σπηλιά διαθέτει μια μικρή είσοδο από τη στεριά αλλά μπορείς να πάς κολυμπώντας  και από τη θάλασσα. Μια πολύ ειδυλλιακή και  όμορφη σπηλιά που  αξίζει κανείς να την  επισκεφθεί. Δεν είναι τυχαίο ότι στη Σπηλιά αυτή γυρίστηκε μια πολύ ρομαντική σκηνή από τη γνωστή Ελληνική ταινία «Τζένη Τζένη». Οι θρύλοι που τη συνοδεύουν σαν να ζωντάνεψαν κατά την είσοδό μας στη σκοτεινή σπηλιά και όσο διήρκεσε το μπάνιο μας μέσα σε αυτή. Λίγες αναμνηστικές φωτογραφίες και ύστερα έξοδος κολυμπώντας στην ανοιχτή θάλασσα, μέχρι την παραλία των Αγίων Αναργύρων. Στη συνέχεια, όσοι επιθυμούσαν γευμάτισαν στην ταβέρνα που βρισκόταν εκεί και όλοι μαζί επιστρέψαμε στην πόλη με το λεωφορείο της γραμμής. Από τους « τουρίστες » μια μεγάλη ομάδα 25 περίπου ατόμων επισκέφθηκε το πολύ ενδιαφέρον Μουσείο Μπουμπουλίνας, όπου, μετά από σύντομη ιστορική εισαγωγή στην αυλή του αρχοντικού, ξεναγήθηκε στα δωμάτιά του. Η κατοικία της εθνικής μας ηρωίδας, της μοναδικής που τιμήθηκε με τον τίτλο του ναυάρχου, κατασκευάστηκε από μαυριτανό αρχιτέκτονα στα 1670 , στα πρότυπα σπετσιώτικων αρχοντικών, και διαθέτει λιτή γραμμή, ξύλινη λιθόκτιστη σκάλα, αυλή με ψηλούς τοίχους και ξύλινες διακοσμήσεις στο εσωτερικό και πλούσια επίπλωση. Γλαφυρή και περιεκτική η ξενάγηση από τους απογόνους της μεγάλης αγωνίστριας μας « γέμισε » πραγματικά, γιατί παράλληλα με την ιστορία της ζωής της Λασκαρίνας, πληροφορηθήκαμε πολλά στοιχεία για την ιστορία του τόπου.

Περάσαμε κι από την πλατεία με τα πευκάκια όπου βρίσκεται το νεοκλασικό αρχοντικό του Σωτήρη Ανάργυρου, του μεγάλου ευεργέτη, μια και σε αυτόν οφείλεται η κατασκευή του πολυτελούς ξενοδοχείου « Ποσειδώνιο », η αναδάσωση μεγάλου μέρους των Σπετσών με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί πάλι το πευκοδάσος του νησιού, αλλά κυρίως η δημιουργία της « Αναργυρείου και Κοργιαλενείου Σχολής Σπετσών », η οποία ανέβασε τα μέγιστα το πολιτιστικό επίπεδό του. Μια μικρή παρέα επισκέφθηκε και το Μουσείο Σπετσών, που στεγάζεται στο αρχοντικό του Χατζηγιάννη-Μέξη, ενός από τους πρώτους άρχοντες του νησιού, στα πρώτα χρόνια του Αγώνα της Εθνικής Ανεξαρτησίας. Φιλοξενεί ευρήματα από την προϊστορική, την κλασική περίοδο αλλά και τα ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια, τα οποία αντιπροσωπεύουν 4.000 χρόνια πολιτιστικής ιστορίας του νησιού, αγγεία, νομίσματα, γλυπτά, εικόνες, ενδυμασίες και αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Σημαντικά είναι τα εκθέματα από το ναυάγιο των Ιρίων στο ισόγειο του Μουσείου.

Όσοι φίλοι ήθελαν έμειναν στην πόλη κάνοντας βόλτες στα στενάκια, στην πλατεία Ρολογιού, την Ψαραγορά, τα « Δώδεκα μαγαζιά », μπάνιο στην παραλία του Αγ. Μάμα, του  Αγ. Νικολάου ή στην Κουνουπίτσα, τρώγοντας σε κάποιο από τα ταβερνάκια.  Αρκετοί πήραν το λεωφορείο για τις δυτικές παραλίες Άγιοι Ανάργυροι και Αγ. Παρασκευή.

Επιστρέψαμε όλοι στην Ντάπια κατά τις 15:30 και αρχίσαμε να περνάμε σταδιακά με τα θαλάσσια ταξί στην Κόστα.

Από εκεί και πέρα ακουλουθήσαμε τη διαδρομή προς Παλαιά Επίδαυρο, έχοντας έτσι την ευκαιρία να απολαύσουμε από ψηλά το ωραίο θέαμα με τους 2 κόλπους, την κατάφυτη χερσόνησο « Νησί» με τα ερείπια από την αρχαία πόλη της Επιδαύρου με το Μικρό Θέατρο, το γνωστό ως « λαλούν θέατρον » λόγω των πολλών επιγραφών που υπάρχουν στα εδώλιά του. Πιο βόρεια ο όρμος της Νέας Επιδαύρου με το χωριό να κρύβεται σχεδόν πίσω από έναν απόκρημνο βράχο, ώστε να είναι αθέατη κάποτε από τη θάλασσα. Εδώ πραγματοποιήθηκε η Α΄Εθνοσυνέλευση του απελευθερωμένου ελληνικού κράτους, στην Πιάδα, όπως λεγόταν τότε το χωριό.

Πιο πάνω ακόμα η Παναγιά η Πολεμάρχα και η Μονή Αγνούντος, η ίδρυση της οποίας ανάγεται στον 11ο αι. μ.Χ. Περιβάλλεται από ψηλό πέτρινο τείχος με πύργους και το καθολικό της θυμίζει πολύ το αρχιτεκτονικό σχέδιο της Αγ. Σοφίας.

Μετά από μια σύντομη στάση στον Ισθμό, φτάσαμε στη Νίκαια κατά τις 9:30 μ.μ., ικανοποιημένοι από τα όσα βιώσαμε στο πολύ ενδιαφέρον τριήμερο στην Αργολίδα.

Όλυμπος 2016

Για 6η φορά από το 2010, με μόνη εξαίρεση πέρυσι  που ο  «Φυσιολάτρης» ανέβηκε στο Σμόλικα και στην Γκαμήλα,  35 άτομα πραγματοποιήσαμε με επιτυχία την ανάβαση στον ξακουσμένο Όλυμπο, το ιερό βουνό των αρχαίων Ελλήνων, όπου κατά τη μυθολογία κατοικούσαν οι Δώδεκα Θεοί τους.Ξεκινήσαμε το ταξίδι μας το μεσημέρι της Παρασκευής , 22 Ιουλίου, από τη Νίκαια και κάνοντας μια μικρή στάση κοντά στη Λαμία  για ξεμούδιασμα, περάσαμε τα Τέμπη και το Λιτόχωρο και το βραδάκι φτάσαμε στον Σταυρό, το πρώτο  καταφύγιο του Ολύμπου πάνω από το Λιτόχωρο. Το καταφύγιο Δ΄του Ολύμπου «Δημ. Μπουντόλας» βρίσκεται δίπλα στον ασφαλτόδρομο σε υψόμετρο 944 μέτρων και μπορεί να φιλοξενήσει 30 επισκέπτες. Έχει καταπληκτική θέα προς τον κάμπο της Πιερίας και προς τη θάλασσα και μας υποδέχτηκε αργά το απόγευμα. Αφού τακτοποιηθήκαμε στα κρεβάτια, στα ράντζα και στους καναπέδες, δειπνήσαμε και, λίγο πριν πάμε για ύπνο, παρατηρήσαμε τον υπέροχο ουρανό με τα χιλιάδες αστέρια του, λίγο πριν μέσα από τη θάλασσα ανατείλει το φεγγάρι. Την άλλη μέρα πρωί-πρωί ξυπνήσαμε κατά τις 6, πήραμε το πρωινό μας και, πήγαμε με το πούλμαν μέχρι την Γκορτσιά στο 14ο χιλιόμετρο της διαδρομής Λιτόχωρο – Πριόνια. Από εδώ ξεκινήσαμε την πορεία μας με τη δροσούλα ανεβαίνοντας  προς την Πετρόστρουγκα, αφού πρώτα φορτώσαμε τα πράγματά μας στα μουλάρια. Περπατήσαμε 3-4 ώρες μέσα σε ένα ανηφορικό σκιερό μονοπάτι κάτω από  πεύκα, οξιές και έλατα, κάναμε αρκετές στάσεις καθώς και μια αποτυχημένη απόπειρα να προσεγγίσουμε τη σπηλιά όπου έζησε για χρόνια ο μεγάλος ζωγράφος του Ολύμπου, Βασίλης Ιθακήσιος. Τελικά κατά  τις 11  φτάσαμε στο καταφύγιο της Πετρόστρουγκας(2000 μ.), καθίσαμε λίγο να ξεκουραστούμε και στη συνέχεια ξεκινήσαμε για το οροπέδιο των Μουσών. Μια όμορφη διαδρομή με καλή σήμανση μέσα στα ρόμπολα και στα έλατα, μέχρι που φτάσαμε αρκετά ψηλά, όπου πλέον αρχίζει η αλπική βλάστηση. Μετά τη «Σκούρτα» διασχίσαμε το «Λαιμό» και από το πέρασμα του «Γιόσου» φτάσαμε στο οροπέδιο των Μουσών σχεδόν μεσημέρι. Τα λίγα χιόνια που έπεσαν φέτος είχαν εμφανή σημάδια στο άλλοτε ολάνθιστο και καταπράσινο οροπέδιο. Αρκετά κοπάδια αγριοκάτσικα έβοσκαν αμέριμνα και μόνο όταν περνούσαμε από κοντά τους μας κοίταζαν έκπληκτα και ύστερα έτρεχαν να απομακρυνθούν. Πήραμε τα πράγματά μας, που είχαν ήδη φτάσει  με τα μουλάρια στο καταφύγιο, ξεκουραστήκαμε λίγο και ταχτοποιηθήκαμε όλοι μαζί στον πάνω όροφο σε διώροφα κρεβάτια  για λίγη ξεκούραση. Το απογευματάκι κάναμε μικρές βόλτες στο οροπέδιο των Μουσών, όπου κάποιοι είχαν στήσει και τις σκηνές τους να κοιμηθούν κάτω από τα αστέρια και ανεβήκαμε στις κορυφές Τούμπα (2801 μ.) και  στον Προφήτη Ηλία(2803 μ.), όπου υπάρχει ένα μικρό πετρόχτιστο κτίσμα προφυλαγμένο από τους ανέμους και τα χιόνια. Παρατηρώντας  την κορυφή «Στεφάνι» από το καταφύγιο, με το πρόσωπο του Δία να σχηματίζεται ανάμεσα στους απότομους βράχους, δεν πιστεύαμε στα μάτια μας ότι την επόμενη μέρα και εμείς  θα ανεβαίναμε εκεί πάνω. Ήδη τρεις αναρριχητές σκαρφάλωναν με σχοινιά προς την κορυφή του Στεφανιού. Το σούρουπο, όταν το κρύο άρχισε να δυναμώνει, καθίσαμε δίπλα στη σόμπα, δειπνήσαμε και λίγο πριν πάμε για ύπνο κάναμε μάθημα αστρονομίας παρατηρώντας τα χιλιάδες αστέρια του ουρανού του Ολύμπου. Είδαμε νωρίς τους πλανήτες το Δία, τον Άρη και το Κρόνο  καθώς και τους γνωστότερους αστερισμούς και αστέρια, τη μικρή και μεγάλη Άρκτο , τον Πολικό αστέρα που μας δείχνει πάντα το Βορρά, την Κασσιόπη, τον Βέγα , τον Αρκτούρο και πολλά άλλα. Στη συνέχεια πήγαμε για ξεκούραση, γιατί το πρόγραμμα της επόμενης μέρας είχε ανάβαση στις δυο ψηλότερες κορυφές του Ολύμπου, τον Μύτικα (2918μ.) και το Σκολιό (2911μ.).Πρωί-πρωί ξυπνήσαμε, πήραμε το πρωινό μας και, αφού φορτώσαμε τα πράγματα στα μουλάρια, για να τα κατεβάσουν στο καταφύγιο του «Σπήλιου Αγαπητού» ξεκινήσαμε για την ανάβασή μας  στον Μύτικα. Στον δρόμο είδαμε τον ήλιο να ξεπροβάλλει στο βάθος μέσα από τη θάλασσα και διασχίζοντας τα “Ζωνάρια” φτάσαμε σε μισή ώρα στο σημείο που ξεκινάει η ανάβαση στην ψηλότερη  κορφή του Ολύμπου, στον Μύτικα, η οποία έχει υψομετρική διαφορά περίπου 300 μ. Λίγο πριν τις οκτώ βρισκόμασταν στο «Λούκι» και βάλαμε πλώρη για την κορυφή του Μύτικα. Φορέσαμε τα κράνη μας, ακούσαμε τις οδηγίες από τον αρχηγό και αρχίσαμε το σκαρφάλωμα κατά ομάδες. Αυτοί που για πρώτη φορά ανέβαιναν στην κορυφή, βρισκόντουσαν κοντά στους πιο έμπειρους, για να τους βοηθάνε στο σκαρφάλωμα. Ο ένας μετά τον άλλον, περισσότερα από 20 άτομα, αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε ακολουθώντας πιστά τα σημάδια πάνω στους βράχους, που έδειχναν τα σωστά περάσματα, προσέχοντας ιδιαίτερα να μην παρασύρουμε πέτρες και χτυπήσουν αυτούς που ακολουθούν ανεβαίνοντας  πιο κάτω στο Λούκι. Η ανάβαση διήρκησε περίπου μια ώρα και η αδρεναλίνη χτύπησε κόκκινο. Η ανακούφιση ήρθε μόλις φτάσαμε στην κορυφή και βγάλαμε τα κράνη μας, ειδικά σε αυτούς που ανέβηκαν για πρώτη φορά και δεν πίστευαν στα μάτια τους ότι είχαν κατορθώσει κάτι τέτοιο. Ιδιαίτερα, όταν στην κορυφή έφτασε ο 74χρονος Γιώργος, που έχει ανέβει στην κορυφή πάνω από 20 φορές, όλοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Αγναντεύσαμε τη γύρω περιοχή  από τη μακρινή Πίνδο μέχρι το Άγιο Όρος και από την Εγνατία Οδό μέχρι τον Θεσσαλικό κάμπο, βγάλαμε φωτογραφίες, υπογράψαμε το βιβλίο και, αφού ξεκουραστήκαμε λίγο, αρχίσαμε το κατέβασμα. Επιλέξαμε να φτάσουμε στο «Σκολιό» περνώντας από την Κακόσκαλα. Κατεβήκαμε και ανεβήκαμε προσεκτικά την Κακόσκαλα με θέα προς τα «καζάνια», έχοντας πάντα δίπλα μας το απότομο χάος που σου κόβει την ανάσα και σε μια ώρα βρισκόμασταν στη κορυφή της «Σκάλας». Εδώ συναντήσαμε και την υπόλοιπη ομάδα που έκανε τον γύρο των κορυφών του Ολύμπου, περνώντας από τα «Ζωνάρια» στη βάση των κορυφών του και έφτασε στο Σκολιό στην απέναντι μεριά του Μύτικα. Φτάνοντας στο «Σκολιό», η θέα μας αποζημίωσε βλέποντας  τις απέναντι κορυφές, τον «Μύτικα» και το «Στεφάνι», και ανάμεσά μας τα καζάνια  την απότομη χαράδρα. Ο καιρός ήταν θαυμάσιος και δεν μας έκανε καρδιά να επιστρέψουμε. Αφού ξεκουραστήκαμε λίγο, μια ομάδα ξεκίνησε κατηφορίζοντας για το καταφύγιο του «Σπήλιου Αγαπητού», ενώ μια δεύτερη ανέβηκε πρώτα στην κορυφή του Αγίου Αντωνίου. Αργά το απόγευμα αρκετά κουρασμένοι φτάσαμε στο καταφύγιο, ξεκουραστήκαμε , γευματίσαμε και νωρίς πέσαμε για ύπνο, γιατί είχαμε πρωινό ξύπνημα. Την τελευταία μέρα σειρά είχε το πανέμορφο φαράγγι του Ενιπέα. Πρωί-πρωί στις 6, αφού αφήσαμε τα πράγματα στα μουλάρια, κατηφορίσαμε για «Πριόνια», όπου βρίσκονται και οι πηγές του Ενιπέα. Ο Ενιπέας, σύμφωνα με τον Όμηρο,  ήταν γιος του Ωκεανού και της Τηθύος και τον ερωτεύτηκε η  Τυρώ. Ο θεός Ποσειδώνας είδε την όμορφη Τυρώ και την ερωτεύθηκε και παίρνοντας τη μορφή του Ενιπέα έκανε μαζί της δυο γιούς, τον Πελία και τον Νηλέα. Αυτό προκάλεσε την οργή της Ήρας που τον μεταμόρφωσε σε ποταμό και τον καταράστηκε το τέλος  του να είναι οδυνηρό. Γι’ αυτό τα νερά του πανέμορφου Ενιπέα απλώς διαρρέουν τον κάμπο της Πιερίας χωρίς να εκβάλλουν κατευθείαν στη θάλασσα. Για να διασχίσουμε το φαράγγι,  περάσαμε από  7 ξύλινες γέφυρες και συναντήσαμε αρκετούς καταρράκτες και βάθρες, στα γάργαρα νερά των οποίων κολυμπήσαμε, και περπατήσαμε μέσα σε ένα καταπράσινο τοπίο με πλατάνια και οξιές, με μόνιμη συντροφιά το κελάρυσμα του νερού. Στο δρόμο γευτήκαμε αγριοφράουλες και σμέουρα που βρίσκαμε δίπλα από το μονοπάτι. Δεν έλειψαν και οι εκπλήξεις, γιατί κατά διαστήματα συναντούσαμε αρκετά σκιουράκια που έτρεχαν να απομακρυνθούν στις ψηλότερες κορυφές πηδώντας από δέντρο σε δέντρο. Φτάσαμε στην έξοδο προς το Λιτόχωρο,  στους «Μύλους» με τους παλιούς νερόμυλους, τα πλατάνια και τα τρεχούμενα νερά και καθίσαμε,  για να δροσιστούμε. Όσοι δεν διέσχισαν το φαράγγι κατέβηκαν μέχρι τα Πριόνια, επισκέφτηκαν τους καταρράκτες και το μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου και κατευθύνθηκαν προς το Λιτόχωρο με το πούλμαν. Εδώ γευματίσαμε και το απογευματάκι πήραμε το δρόμο του γυρισμού έχοντας περάσει ένα φανταστικό τετραήμερο  στον Όλυμπο. Ήταν τέτοια η εμπειρία, η δύναμη  και η ενέργεια που αποκομίσαμε από την ανάβαση στον Όλυμπο που  ευχόμαστε να είμαστε όλοι καλά και να ξανάρθουμε του χρόνου.

Διακοπές στο νησί με τα χίλια πρόσωπα

Ξεκινήσαμε Τετάρτη βράδυ της 29ης Αυγούστου, με πούλμαν από τη Νίκαια για τον Πειραιά, απ΄όπου πήραμε το πλοίο για το νησί του Πυθαγόρα, τη Σάμο, στις 12 τα μεσάνυχτα.

Επειδή « πιάσαμε » σε αρκετά λιμάνια, φτάσαμε το μεσημέρι πια της Πέμπτης, 30 Ιουνίου, στο Βαθύ, την πρωτεύουσα του νησιού. Εκεί μας περίμενε το τοπικό λεωφορείο που είχαμε μισθώσει και μας πήγε απευθείας στην παραλία «Λεμονάκια» για μπάνιο και γεύμα. Μικρή, οργανωμένη και χαριτωμένη, με θέα προς την ονομαστή και κοσμοπολίτικη παραλία, το Κοκκάρι,  τα « Λεμονάκια » βρίσκονται ανάμεσα σε αυτήν και τη γειτονική παραλία Τσαμαδού. Αφού ευχαριστηθήκαμε το μπάνιο μας και χαλαρώσαμε, ξεκινήσαμε για το ξενοδοχείο μας στο Νέο Καρλόβασι, περνώντας από τον Άγιο Κων/νο. Όχι ένας αλλά περισσότεροι οι οικισμοί που συναποτελούν τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του νησιού, αφού μιλάμε για Παλιό, Νέο, Μεσαίο Καρλόβασι, Λιμάνι και Όρμο Καρλοβάσου.

Πήραμε όλοι τα δωμάτιά μας, ξεκουραστήκαμε λίγο και κατεβήκαμε για το δείπνο στην τραπεζαρία. Μετά από αυτό όσοι ήθελαν έκαναν μια μικρή βόλτα προς τον Όρμο, δίπλα στη θάλασσα, ως την περιοχή Ρίβα, όπου, την εποχή της οικονομικής ακμής ( 19ο και αρχές 20ού αι.), υπήρχαν περί τα 60 βυρσοδεψεία, τα «Ταμπάκικα». Διαγώνια απέναντι από το ξενοδοχείο μας  ο επιβλητικός ναός του Αγ. Νικολάου, με το διπλό κωδωνοστάσιο, και πιο κάτω, κι από τις δυο πλευρές του κεντρικού δρόμου, πολλά αρχοντικά, που κάποτε ανήκαν σε πλούσιους εμπόρους, κυρίως βυρσοδέψες, άλλα ανακαινισμένα και άλλα εγκαταλειμμένα, καταστήματα Τραπεζών, όπως της Εθνικής και της Εμπορικής. Όλα μαρτυρούσαν μεγάλες αλλοτινές δόξες. Φωτογραφίσαμε, δροσιστήκαμε από τη θαλασσινή αύρα και επιστρέψαμε για ύπνο. Εντοπίσαμε γυρίζοντας και την προτομή του Αισώπου, πολύ κοντά στο κατάλυμά μας, αφού λέγεται πως ο γνωστός μυθογράφος καταγόταν μάλλον από τη Σάμο. Παρασκευή, 1 Ιουλίου, μετά το πρωινό μας πήραμε τον δρόμο για Παλαιό Καρλόβασι, Λέκα, Καστανιά, στα 350 μ. περίπου υψόμετρο, όπου κάναμε την πρώτη μας στάση. Όσοι μπορούσαν κατέβηκαν στην είσοδο του χωριού για μια επίσκεψη στο μνημείο πεσόντων του 1943, των 27 εκείνων Καστανιωτών που εκτελέστηκαν στις 30 Αυγούστου από τους Ιταλούς, από εκδίκηση για όλους τους Σαμιώτες που συμμετείχαν στην Αντίσταση. Οι κάτοικοι της Καστανιάς, έχοντας συνδεθεί με κοινωνικούς αγώνες, αποτελούν το σύμβολο της αντιστασιακής ιστορίας του νησιού. Πρέπει να πούμε ότι το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης στο νησί ήταν ισχυρό. Φωτογραφίες στο μνημείο και ανηφοριά μέσα σε πυκνή βλάστηση από πεύκα, καρυδιές και καταπράσινα περιβόλια, στη συνέχεια, προς το χωριό, όπου είχαν ήδη φτάσει οι υπόλοιποι.

Περισσότερα: Διακοπές στο νησί με τα χίλια πρόσωπα

Εκδρομή Αγ. Πνεύματος στα Ιόνια νησιά

Με ένα 62άρι πούλμαν ξεκινήσαμε από τη Νίκαια και το μετρό του Αιγάλεω, την Παρασκευή, 17/6, για Κόρινθο, Ρίο, όπου παραλάβαμε και τους τελευταίους μας φίλους. Είχαμε ήδη κάνει τη στάση μας για καφεδάκι και αμέσως περάσαμε τη γέφυρα « Χαρίλαος Τρικούπης », αφήνοντας πίσω μας το ενετικό κάστρο του Ρίου και του Αντιρρίου. Μπαίνοντας στον νομό Αιτωλοακαρνανίας, συναντήσαμε τον Εύηνο ή Φίδαρη ποταμό, θαυμάσαμε για άλλη μια φορά το περίεργο θέατρο της αρχαίας Καλυδώνας, αντικρίσαμε με δέος τα τείχη τηςαρχαίας Πλευρώνας ψηλά στον λόφο, πλησιάσαμε αρκετά τη λιμνοθάλασσα του Αιτωλικού και  τις λίμνες Λυσιμαχεία, Οζερού και κινηθήκαμε βόρεια έχοντας συντροφιά μας τον Αχελώο. Διασχίσαμε την Αμφιλοχία, την αμφιθεατρικά χτισμένη πάνω σε δυο λόφους, έχοντας αφήσει πίσω και  αριστερά μας τη λίμνη Αμβρακία ή Ρίβιο, που αποτελεί σημαντικό υδροβιότοπο, και πήραμε τον δρόμο για τα ιαματικά λουτρά Τρύφου και τον Άγιο Βάρβαρο. Είχαμε την ευκαιρία να δούμε από κοντά τα χωριά Κατούνα, με τα ωραία πετρόχτιστα, και Τρύφο και να φτάσουμε στον Άγιο Βάρβαρο μετά από περιπέτειες, γιατί ο δρόμος ήτανε πολύ στενός και με στροφές. Εκεί, δίπλα στα κλειστά από το 2010 λουτρά με τις υδροθειούχες πηγές, κάτω από πανύψηλα δέντρα, που μας σκίαζαν, ο « Φυσιολάτρης » πρόσφερε το καθιερωμένο « κρύο γεύμα », ενώ κάτω στη ρεματιά το ποτάμι τραγουδούσε δυνατά το τραγούδι του. Αφού πήραμε και το επιδόρπιό μας, οι περισσότεροι, αγνοώντας την πολλή ζέστη που επικρατούσε, κατηφορίσαμε προς το φαράγγι της Νήσσας από μονοπατάκι με καγκελάκια, σκαλάκια, παγκάκια για ξεκούραση,  γεφυράκια, κάτω από τα οποία κυλούσε ορμητικό το ποτάμι που ακούγαμε τόσην ώρα. Μικροί πανέμορφοι καταρράκτες σχηματίζονταν σε διάφορα σημεία του φαραγγιού. Φτάσαμε στο τέρμα της μικρής αυτής διαδρομής, φωτογραφηθήκαμε και επιστρέψαμε στο πλάτωμα, όπου είχε σταθμεύσει το πούλμαν.

Αρκετοί φίλοι, πριν ή μετά το γεύμα, ανηφόρισαν λίγο, για να δουν το εκκλησάκι του Αγ. Βάρβαρου, που λένε πως ήταν πειρατής από τη Λιβύη, ο οποίος μετά από θαύμα μεταστράφηκε, έγινε χριστιανός, ασκήτεψε και αγίασε. Τον είπαν έτσι γιατί κανείς δεν ήξερε το όνομά του. Η μνήμη του τιμάται στο Ξηρόμερο στις 23 Ιουνίου. Εμείς μάλιστα τύχαμε εκεί στις προετοιμασίες για το πανηγύρι του, αφού κάποιοι εργάτες καθάριζαν τον χώρο γύρω.

Φύγαμε για τη Βόνιτσα με το ωραίο βενετσιάνικο κάστρο να στεφανώνει το λόφο της αρχαίας ακρόπολης και το όμορφο νησάκι Κουκουμίτσα, σήμα κατατεθέν της πόλης, το  Άκτιο, όπου έγινε η ναυμαχία το 31 π.Χ. και καθιέρωσε τον Οκταβιανό Αύγουστο μόνο κύριο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την Πρέβεζα και την Καστροσυκιά, όπου βρισκόταν το κατάλυμά μας. Πήραμε τα δωμάτιά μας και κατεβήκαμε για το δείπνο.  Η ζωντανή μουσική μας συνόδευε ευχάριστα στη διάρκεια του φαγητού. Μια μικρή παρέα έκανε βραδινή βόλτα ως πέρα σχεδόν στο χωριό. Την επόμενη μέρα, Σάββατο, 18/6, μετά το πρωινό μας, αναχωρήσαμε για το Νυδρί της Λευκάδας, απ΄όπου πήραμε το ferry για την Κεφαλλονιά. Έχοντας στα αριστερά μας την Ιθάκη και το Νήριτον όρος, βγήκαμε στο Φισκάρδο και με το πούλμαν κατευθυνθήκαμε προς Αγ.Ευφημία. Εκεί παραλάβαμε την ξεναγό μας στο νησί και φύγαμε για Αργοστόλι. Καθ΄οδόν σταματήσαμε στο λιμνοσπήλαιο της Μελισσάνης, με τους πανέμορφους χρωματισμούς, το οποίο επισκέφτηκαν οι περισσότεροι φίλοι μας και βγήκαν εντυπωσιασμένοι. Ανηφορίσαμε τον Αίνο, περνώντας μέσα από τον Εθνικό Δρυμό με κεφαλληνιακή ( μαύρη ) ελάτη, και μετά από κάποια ώρα φτάσαμε στην πρωτεύουσα του νησιού. Κοντά στα Βαλσαμάτα διακρίναμε από μακριά και τον ναό του προστάτη του νησιού Αγ. Γερασίμου. Είχαμε στη διάθεσή μας 2 ώρες περίπου στο Αργοστόλι, για να γευματίσουμε και να κάνουμε βόλτες στο περίφημο « Λιθόστρωτο » με τον Πύργο της Καμπάνας, την Καθολική Εκκλησία, το Δικαστικό Μέγαρο και το Αρχαιολογικό Μουσείο στο τέλος του δρόμου, καθώς και πολλά όμορφα μαγαζάκια στις δυο πλευρές του. Οι περισσότεροι γευματίσαμε σε κάποιο από τα ταβερνάκια της πρωτεύουσας, έχοντας απέναντί μας τη λιμνοθάλασσα του Κούταβου και τη γέφυρα του Αργοστολίου, έργο Άγγλου μηχανικού από την εποχή της Αγγλοκρατίας. Σήμερα πλέον απαγορεύεται να κυκλοφορούν επάνω της οχήματα. Η χελώνα καρέτα – καρέτα, που αποτελεί ατραξιόν της λιμνοθάλασσας, πού και πού έβγαζε το κεφάλι της από το νερό, για να μας χαιρετίσει… Επιστρέψαμε στο Φισκάρδο ακολουθώντας δυτική κατεύθυνση, αφήνοντας στα αριστερά μας τον κόλπο του Αργοστολίου, αντικρίζοντας και το «αντίπαλον δέος » του Αργοστολίου, το Ληξούρι, και κάνοντας μια στάση πάνω από τον κόλπο του Μύρτου με την ονομαστή παραλία. Εκεί φωτογραφηθήκαμε με φόντο τα καταγάλανα νερά του Μύρτου και την Άσο με τα γραφικά σπιτάκια και το ενετικό κάστρο της στο λοφάκι της χερσονήσου. Στο βάθος φαινόταν ο Λευκάτας, το νοτιότερο ακρωτήρι της Λευκάδας, που έχει συνδεθεί με πολλές ερωτικές αυτοκτονίες, όπως της Σαπφούς, αλλά και με περίεργες τελετουργίες. Έτσι, έχοντας ολοκληρώσει τον γύρο, κατά κάποιον τρόπο της Κεφαλλονιάς, μπήκαμε στο πλοίο, αφού μείναμε μισή ωρίτσα στο Φισκάρδο για περίπατο, ένα καφεδάκι ή παγωτάκι,  και βγήκαμε πάλι στο Νυδρί. Με το πούλμαν επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο μας αρκετά αργά για δείπνο και ξεκούραση. Κυριακή της Πεντηκοστής, 19 Ιουνίου, ξεκινήσαμε και πάλι αρκετά πρωί για Ζάλογγο ( το μνημείο του Ζογγολόπουλου μόνο πολύ αχνά κι από πολύ μακριά το είδαμε ), συνεχίσαμε για το Λούρο (χωριό αλλά και εκβολές του ομώνυμου ποταμού), αφήσαμε στα αριστερά μας  το χωριό Τρίκαστρο,  περάσαμε τη γέφυρα του Αχέροντα και πριν το χωριό Σερζιανά φτάσαμε στο σημείο όπου βρίσκονται οι Πύλες του Άδη. Κατηφορίσαμε προς το σημείο, όπου σύμφωνα με την παράδοση των αρχαίων, κατέβαιναν οι ψυχές στον Κάτω Κόσμο, έχοντας δώσει τον οβολό τους στον πορθμέα, τον ψυχοπομπό Ερμή, κατά μία εκδοχή. Μόνο ο Μένιππος, σύμφωνα με τους Νεκρικούς διαλόγους του Λουκιανού, κατάφερε να γλιτώσει την πληρωμή. Εντυπωσιακό πράγματι το μέρος, με τα νερά του Αχέροντα να κατεβαίνουν ορμητικά μέσα από το στενό πέρασμα των βράχων. O ποταμός Αχέροντας πηγάζει από τα ορεινά του Νομού Ιωαννίνων. Ύστερα από διαδρομή 64 χιλιομέτρων, εκβάλλει στο Ιόνιο Πέλαγος, συμβάλλοντας στη δημιουργία πλήθους οικοσυστημάτων που φιλοξενούν και συντηρούν πολλά είδη φυτών και ζώων.

Ο ποταμός διασχίζει την κοιλάδα που σχηματίζεται ανάμεσα στους ορεινούς όγκους της δυτικής Ηπείρου και κοντά στο χωριό Τρίκαστρο, στα όρια των Νομών Ιωαννίνων, Πρεβέζης και Θεσπρωτίας, και περνά από ένα στενό και επιβλητικό φαράγγι που σχηματίζουν τα βουνά της Παραμυθιάς και του Σουλίου. Η περιοχή αυτή ονομάζεται "Στενά του Αχέροντα", είναι εξαιρετικής ομορφιάς και παρουσιάζει σημαντικό οικολογικό ενδιαφέρον. Η έξοδος των Στενών είναι κοντά στο χωριό Γλυκή.

Φωτογραφηθήκαμε κοντά στο παρατηρητήριο στις πύλες του Άδη και  αποχαιρετίσαμε τους « γενναίους » πεζοπόρους, που θα έκαναν τη διαδρομή Πύλες του Άδη -Γλυκή και οι υπόλοιποι επιβιβαστήκαμε στο πούλμαν.Οι πεζοπόροι πέρασαν στην απέναντι όχθη διασχίζοντας το ποτάμι, αφού έβγαλαν τα παπούτσια τους, για να μη βραχούν, και περπάτησαν μέχρι που βρήκαν το μονοπάτι που έρχεται από το Τρίκαστρο. Η διαδρομή από το Τρίκαστρο- Σκάλα Τζαβέλαινας (Γλυκή),  περίπου 10 χλμ διασχίζει τα Στενά του Αχέροντα σε όλο τους το μήκος, έχοντας πάντα δεξιά μας το ποτάμι, άλλες φορές κινούμενοι κοντά του και άλλοτε αρκετά ψηλότερα βλέποντάς το από μακριά. Το μονοπάτι ξεκινά λίγο έξω από το Τρίκαστρο και ακολουθεί παράλληλη πορεία με τη ροή του ποταμού με κατάλληλες διαμορφώσεις (σκαλοπάτια και προστατευτικά κιγκλιδώματα) για το πέρασμα των δύσκολων σημείων της διαδρομής αλλά και κάποια σημεία κατεστραμμένα από τις κατολισθήσεις βράχων αλλά και επικίνδυνες σάρες, πού ήθελαν ιδιαίτερη προσοχή για το πέρασμά τους. Το μεγαλύτερο μέρος του μονοπατιού διέρχεται μέσα από δάσος με πουρνάρια, φιλίκια, παλιούρια και αριές αλλά και φράξους, γαύρους, οστριές και βελανιδιές.

Σε απόσταση μιάμισης ώρας από την αρχή της διαδρομής, σε ένα σημείο όπου το μονοπάτι κατεβαίνει  κοντά στην κοίτη του ποταμού, υπάρχει η μοναδική πηγή με πόσιμο νερό μέσα στο φαράγγι. Στο σημείο αυτό το ποτάμι σχηματίζει μια υπέροχη βάθρα και βέβαια δεν χάσαμε την ευκαιρία να κολυμπήσουμε στα κρύα αλλά πεντακάθαρα νερά του Αχέροντα.

Μετά από πορεία 3 ωρών φτάσαμε στο παρατηρητήριο, μια τοποθεσία με εντυπωσιακή θέα, όπου κάναμε μια μικρή στάση  και στη συνέχεια φτάσαμε στη διασταύρωση που οδηγεί δεξιά στη γέφυρα Ντάλα και από εκεί στο οροπέδιο του Σουλίου. Θυμηθήκαμε ότι πριν μερικά χρόνια περάσαμε από το σημείο αυτό κατεβαίνοντας από τα χωριά του Σουλίου και καταλήξαμε στη Γλυκή. Δεν χάσαμε την ευκαιρία και, αφού κάναμε μια παράκαμψη, καθίσαμε περισσότερο από μισή ώρα στη γέφυρα Ντάλα, καθώς είναι ένα από τα πιο ωραία σημεία του φαραγγιού. Εδώ ξεκουράσαμε λίγο τα πόδια μας βάζοντάς τα στο κρύο νερό, αλλά και κάποιοι τολμηροί, παρά τα ορμητικά νερά, έπεσαν και κολύμπησαν. Αφού ξεκουραστήκαμε, συνεχίσαμε το μονοπάτι στην  τελευταία μισή ώρα της διαδρομής, προς τη Σκάλα της Τζαβέλαινας, που διέρχεται ανάμεσα από πλούσια θαμνώδη βλάστηση και στη συνέχεια παραποτάμια δίπλα στα πλατάνια και τις ιτιές. Σε όλη τη διαδρομή μάς συντρόφευαν ο ήχος από τα ορμητικά νερά του ποταμού, που κυλούσαν ανάμεσα από ψηλούς κατακόρυφους βράχους, αλλά και τα κελαηδίσματα των πουλιών που ζούσαν κοντά στο ποτάμι. Στο  τέλος του μονοπατιού, αφού περάσαμε το χαρακτηριστικό τούνελ, που ανοίχτηκε κάποτε, για να συνδέσει τα χωριά του Σουλίου στη

Σκάλα Τζαβέλαινας, φτάσαμε στις πηγές του Αχέροντα στο πάνω μέρος της Γλυκής. Στο δρόμο συναντήσαμε ανθρώπους που κάνανε ιππασία  και λίγο πιο κάτω ράφτινγκ στα ήσυχα πλέον νερά του ποταμού. Η διάρκεια της πεζοπορίας μας ήταν 5 - 5,5 ώρες με τις στάσεις. Η ίδια διαδρομή μπορεί να γίνει και μέσα από την κοίτη του ποταμού, αλλά μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες και η διάρκεια της διάσχισης των Στενών μέσα από το νερό, εκτιμάται σε έξι με οκτώ ώρες. Τον χειμώνα τα νερά του ποταμού είναι πολύ ορμητικά και το εγχείρημα επικίνδυνο έως και αδύνατο. Οι « τουρίστες » μας  στάθμευσαν στο χωριό Μεσοπόταμος  και ανηφορίσαμε για το Νεκρομαντείο, το πιο φημισμένο του αρχαίου κόσμου. Επισκεφθήκαμε τον αρχαιολογικό χώρο μπαίνοντας στην αυλή από τη βόρεια είσοδο του περιβόλου, θαυμάζοντας τα

« κυκλώπεια τείχη » του, αρμοδεμένα με μεγάλη δεξιοτεχνία. Φτάσαμε στο κυρίως ιερό με τους αποθηκευτικούς χώρους εκατέρωθεν, περνώντας από λαβυρινθώδεις διαδρόμους με δωμάτια στη μια πλευρά, για τους ιερείς αλλά και για όσους κοιμούνταν εκεί, ωσότου μπορέσουν να επικοινωνήσουν με τους νεκρούς τους. Στον υπόγειο χώρο, μια αίθουσα με αψιδωτή στέγη γινόταν η επικοινωνία με τον Κάτω Κόσμου, αφού είχε προηγηθεί ο καθαρμός, σωματικός και πνευματικός, των συγγενών των νεκρών. Αυτή ακριβώς ήταν και η αρμοδιότητα αυτού του μαντείου, διαφορετική από των άλλων μαντείων, που έδιναν χρησμούς, το να διευκολύνει δηλαδή την επικοινωνία των επισκεπτών με τις ψυχές των νεκρών συγγενών τους.

Κατεβήκαμε κατά μικρές ομάδες εκεί κάτω στην υποβλητική αίθουσα, η οροφή της οποίας βαστάζεται από 15 πώρινα τόξα, και βγαίνοντας ανεβήκαμε στον οντά του Τούρκου διοικητή κάποτε, όπου από το 2015 υπάρχει μικρή έκθεση σχετική με την ιστορία του και προβολή βίντεο. Ξεναγηθήκαμε αναλυτικά από τη φύλακα του συγκεκριμένου χώρου και βγήκαμε έξω. Εκεί δίπλα βρίσκεται και το μικρό εκκλησάκι που απέμεινε από τη μονή του Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου ( του 18ου αι. ). Κάποιοι ανηφόρισαν ως τον διπλανό λόφο της ομηρικής Εφύρας, όπου σώζονται τα ερείπια της αρχαίας πόλης με τα τείχη της, στην οποία ανήκει το Νεκρομαντείο. Πήραμε τον δρόμο για Γλυκή έπειτα, όπου ο καθένας ασχολήθηκε με όποια δραστηριότητα ήθελε, όπως rafting ή απλή βαρκάδα, ιππασία, περίπατο ως τις πηγές του Αχέροντα, ενώ μια μικρή ομάδα έκανε μια 2ωρη πεζοπορία στον Αχέροντα ως τη Σκάλα Τζαβέλαινας και τη  Γέφυρα Ντάλα. Η γέφυρα Ντάλα απέχει περίπου μισή ώρα από τη Σκάλα Τζαβέλαινας. Είναι ένα εύκολο τμήμα της διαδρομής δίπλα στο ποτάμι, το οποίο προσφέρει πολύ όμορφες εικόνες από το φαράγγι του Αχέροντα, ειδικά στη γέφυρα Ντάλα, όπου ο ποταμός κυλάει με ορμή ανάμεσα στα κατάλευκα ασβεστολιθικά πετρώματα της κοίτης.

Όσοι το επιθυμούσαν γευμάτισαν σε κάποια από τις πολλές ταβέρνες του χωριού, δίπλα στο ποτάμι ή στο σημείο που βρίσκεται αρκετά κοντά στην παλαιοχριστιανική βασιλική του Αγ.Δονάτου. Χτίστηκε την εποχή του Μεγ. Θεοδοσίου, αλλά ενισχύθηκε τον 18ο αι. με αντηρίδες και διακοσμήθηκε εκ νέου, ενώ στον χώρο του ιερού χτίστηκε αργότερα ένας άλλος μικρός ναός. Ο άγιος αυτός λέγεται ότι σκότωσε το στοιχειό που έκανε πικρά τα νερά του ποταμού και από τότε έγιναν πάλι γλυκά ( γι΄αυτό και το χωριό πήρε αυτό το όνομα ). Μετά τις δραστηριότητες αυτές αναχωρήσαμε για τα Σύβοτα, όπου στα 433 π.Χ. έγινε η γνωστή μάχη των Συβότων, λίγο πριν τον Πελοποννησιακό πόλεμο, όπως εξιστορεί ο ιστορικός Θουκυδίδης. Από εκεί πήραμε το καραβάκι για κρουαζιέρα στα γύρω νησιά, το Μαύρο όρος, την Μπέλα Βράκα, τον Άγιο Νικόλαο. Ήταν όμορφη η βόλτα, δροσερό το αεράκι, μια και η ζέστη δεν είχε υποχωρήσει ακόμα, ο καπετάνιος – ξεναγός μας αρκετά « φλύαρος » ( με την καλή έννοια ) και τα νησάκια, άγνωστα στους περισσότερους από εμάς, επεφύλασσαν πολλές εκπλήξεις, όπως η παραλία « πισίνα » η λεγόμενη, κάποια σπήλαια, μερικά απομεινάρια από κτίσματα άλλων καιρών, μικρές αποβάθρες κ.ά.

Επιστρέψαμε από την κρουαζιέρα στην « Καραϊβική της Ελλάδας » στο λιμάνι των Συβότων και αναζητήσαμε παραλία για ένα γρήγορο και δροσιστικό μπανάκι. Βρισκόταν στην άκρη του λιμανιού, πίσω από κάποιο μικρό λοφάκι που έπρεπε να ανηφορίσεις.

Όταν πια είχαν επιστρέψει και οι πεζοπόροι μας , όλοι μαζί αναχωρήσαμε για τη μαγευτική Πάργα, όπου παραμείναμε γύρω στα ¾ της ώρας για μικρές βόλτες στα γραφικά πλακόστρωτα σοκάκια της με τα χαριτωμένα μαγαζάκια, την καθαρή και όμορφη παραλία, τον λόφο με το ενετικό κάστρο. Απέναντι από την παραλία το σήμα-κατατεθέν της Πάργας, το μικρό νησάκι με την εκκλησούλα της Παναγίας.

Επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο μας, δειπνήσαμε και πήγαμε για ξεκούραση, γιατί ήδη ήταν πολύ αργά. Δευτέρα, του Αγ. Πνεύματος, 20/6, μετά το πρωινό μας, αφού φορτώσαμε τις αποσκευές μας, κατηφορίσαμε προς Πρέβεζα, Χώρα Λευκάδας, όπου αφήσαμε όσους φίλους ήθελαν να παραμείνουν περισσότερο εκεί, ενώ οι υπόλοιποι ανηφορίσαμε προς τη Μονή Φανερωμένης. Εκεί είχε στηθεί πανηγύρι λόγω της γιορτής του Αγ. Πνεύματος και υπήρχε δυσκολία στην πρόσβαση, λόγω της μεγάλης προσέλευσης, για τους δικούς μας προσκυνητές, οι οποίοι περιηγήθηκαν τον χώρο για μια ώρα περίπου. Η μονή ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι η εικόνα της Παναγίας παρουσιάστηκε, φανερώθηκε σχεδιασμένη « αχειροποίητος » πάνω στο ξύλο και ο αγιογράφος Κάλλιστος συμπλήρωσε απλά τα χρώματα. Ο κεντρικός ναός χτίστηκε στα 1734, όταν εδώ βρίσκονταν οι Ενετοί. Οι πεζοπόροι, γύρω στους 25, δεν έμειναν όμως για προσκύνημα και ανηφόρισαν ως την είσοδο του « Φαραγγιού της μέλισσας » στον δήμο Σφακιωτών. Ο δρόμος ως την είσοδο του φαραγγιού ήταν μακρύς και όχι και τόσο ευχάριστος, αλλά όταν μπήκαμε σε αυτό αποζημιωθήκαμε αρκετά, πρώτα με την κρήνη με το δροσερό νερό, λίγο μετά την πύλη του, στη θέση « Σπηλιά» και έπειτα με το πολύ πράσινο, τα γεφυράκια, τα μονοπατάκια του. Το δυσάρεστο ήταν ότι σε ελάχιστα σημεία κυλούσε νερό στο ποταμάκι, επειδή με μεγάλους αγωγούς το οδηγούν στα χωράφια για πότισμα. Έτσι οι καταρράκτες που στην περασμένη επίσκεψή τους είχαν αντικρίσει οι « Φυσιολάτρες » μας δεν υπήρχαν τώρα και γι΄αυτό η δροσιά μέσα στο φαράγγι δεν ήταν και τόσο μεγάλη… Συναντήσαμε και ερείπια από τους νερόμυλους του « Κοσπέτου», που κάποτε τροφοδοτούνταν από τους ορμητικούς χειμάρρους. Όταν φτάσαμε στο τέλος του μονοπατιού, στο πλάτωμα που έχει διαμορφωθεί εκεί, φωτογραφηθήκαμε, ξεκουραστήκαμε λίγο και πήραμε πάλι τον ίδιο δρόμο προς την άσφαλτο, όπου θα ερχόταν να μας πάρει το πούλμαν μας. Στο μεταξύ οι « τουρίστες » μας έκαναν βόλτες στη Λευκάδα με τα γραφικά σοκάκια, τις δυτικής τεχνοτροπίας εκκλησιές της στον κεντρικό δρόμο αλλά και στα δευτερεύοντα δρομάκια, τα μαγαζάκια με τα τοπικά προϊόντα, με τα περίφημα καρσινά κεντήματα, περπάτησαν πάνω στη γέφυρα των ερωτευμένων ή γέφυρα των στεναγμών, έβγαλαν φωτογραφίες, ήπιαν τον καφέ ή το αναψυκτικό τους, περπάτησαν μέσα στο « Πάρκο των ποιητών » ή Μποσκέτο, για τους ντόπιους, με τις προτομές και τα αγάλματα των ανθρώπων του πνεύματος που κατάγονταν από το νησί. Εδώ ο Αρ. Βαλαωρίτης, ο Άγγ. Σικελιανός, ο Λευκάδιος Χερν,  και άλλες προσωπικότητες θυμίζουν στον επισκέπτη την προσφορά τους στον πολιτισμό του νησιού αλλά και του τόπου μας γενικότερα. Κάποιοι φίλοι επισκέφθηκαν το πολύ ενδιαφέρον Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης με ευρήματα από τους αρχαιολογικούς  χώρους του νησιού, όπως το χάλκινο κάτοπτρο με την Αφροδίτη, τα εκθέματα της μουσικής, το πήλινο ομοίωμα κυκλικού χορού, σφραγιδόλιθοι, νομίσματα κ.ά. Όλοι μαζί πια φύγαμε για το Νυδρί και πάλι, αυτή τη φορά, για να πάρουμε καραβάκι για το  Μεγανήσι με τις δαντελωτές ακτές. Είπαμε « γεια » για άλλη μια φορά στο άγαλμα του Αριστοτέλη Ωνάση και στην προτομή του Γερμανού αρχαιολόγου Dӧrpfeld, ο οποίος υποστήριξε ότι η Λευκάδα ήταν η ομηρική Ιθάκη, και ανεβήκαμε στο πλοίο. Είχαμε και πάλι την ξενάγησή μας στη διάρκεια του ταξιδιού, από τον καπετάνιο, ο οποίος αρχικά μας οδήγησε για μπάνιο στην  πολύ απλή και ήσυχη παραλία του Αϊ-Γιάννη.

 Έπειτα μας έφερε από τη βόρεια πλευρά του νησιού στο Βαθύ  για φαγητό, βλέποντας το Σπαρτοχώρι , πάνω από το λιμάνι Σπήλια, και το Κατωμέρι, τους δύο παραδοσιακούς οικισμούς, τους  οποίους βλέπαμε μακριά και ψηλά. Η ζέστη αλλά και ο λιγοστός χρόνος δυστυχώς δεν μας επέτρεπαν να κάνουμε πολλές βόλτες στο Βαθύ με τα όμορφα πέτρινα πηγάδια του και τις λουλουδιασμένες αυλές των σπιτιών του κι έτσι αναχωρήσαμε το απογεματάκι για Νυδρί, πλησιάζοντας όσο μπορούσαμε τον Σκορπιό, το Σκορπίδι, ακούγοντας παράλληλα και την ιστορία τους από τον « ξεναγό » μας. Ο Σκορπιός αγοράστηκε πριν από 4 χρόνια από τον Ρώσο μεγιστάνα Ριμπολόβλεβ, ως δώρο για τα γενέθλια της κόρης του. Απαράμιλλη η φυσική ομορφιά του, γαλήνιο το τοπίο ολόγυρα, κρυστάλλινα τα γαλαζοπράσινα νερά του. Και τα γύρω νησάκια όμως είχαν να παρουσιάσουν τις ίδιες σχεδόν ομορφιές. Αρκετά καλά είδαμε τη Μαδουρή, το νησάκι του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, τη Σπάρτη και τη Χελώνη λίγο πιο πέρα. Έχοντας στα αριστερά μας τη χερσόνησο με την εκκλησούλα της Αγ. Κυριακής και το ταφικό μνημείο του Dӧrpfeld ψηλά πάνω στο δασωμένο λόφο, μπήκαμε ξανά στο λιμάνι του Νυδρίου.

Αμέσως επιβιβαστήκαμε στο λεωφορείο μας, βρεθήκαμε πάλι στη Χώρα του νησιού και περάσαμε από τη μαρίνα - μια από τις μεγαλύτερες και τις πιο οργανωμένες στη Μεσόγειο – καθώς και δίπλα από το ενετικό κάστρο της Αγ. Μαύρας  (  του 14ου αι. ) για τελευταία φορά. Ακολουθώντας τον δρόμο προς τη Βόνιτσα και την Αμφιλοχία διασχίσαμε πάλι την Αιτωλοακαρνανία, ώσπου φτάσαμε στο Αντίρριο, λίγο πριν από το οποίο κάναμε μια σύντομη στάση για τα « απαραίτητα ». Περάσαμε για άλλη μια φορά την κρεμαστή γέφυρα και μπήκαμε στην τελική ευθεία της επιστροφής στη βάση μας. Μετά κι από μια δεύτερη μικρή « ανάπαυλα » βρισκόμαστε στη Νίκαια κατά τις 12 το βράδυ, κουρασμένοι μεν αλλά πολύ « γεμάτοι » από τα ενδιαφέροντα που γνωρίσαμε το 4ήμερο αυτό στη δυτική Ελλάδα!