Την Κυριακή 12 Ιουνίου, με δύο πούλμαν, φύγαμε νωρίς το πρωί από Νίκαια και Αιγάλεω και στις 8:30 περίπου σταματήσαμε στο Αρτεμίσιο για μισή ώρα. Συνεχίσαμε νότια έπειτα και λίγο πριν τη Σπάρτη πήραμε τον δρόμο προς το Καστόρειο Λακωνίας.

Μπαίνοντας στο χωριό μας υποδέχτηκαν αιωνόβια πλατάνια στις πηγές του Άη Μάμα, δίπλα στο μικρό και χαριτωμένο εκκλησάκι. Εκεί βρίσκεται και η πηγή της Βάγιας με το εξαιρετικής ποιότητας χωνευτικό νερό. Κοντά και ένας παλιός νερόμυλος και μια νεροτριβή.

Περάσαμε μέσα από το χωριό, συναντήσαμε το μοναστήρι της Παναγιάς της Μισοσπορίτισσας, χτισμένο στους απότομους βράχους πάνω από το Καστρί, και συνεχίσαμε,  ανάμεσα από έλατα, καστανιές και  πλατάνια, ως το Γεωργίτσι, ένα άλλο χωριό του βορειαοανατολικού Ταϋγέτου, όπου αποβιβαστήκαμε. Λέγεται πως ονομάστηκε έτσι από τον Βυζαντινό ιστορικό και λόγιο Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα.  Φημίζεται για τη Γιορτή του τσίπουρου, που γίνεται εδώ κάθε χρόνο στην τοποθεσία Καρβουνόρεμα. Από το Γεωργίτσι μπορεί κανείς να έχει θέα προς ένα μεγάλο μέρος της πεδιάδας της Σπάρτης.

Εδώ οι «τουρίστες», 15 περίπου άτομα, μπήκαν στο ένα πούλμαν, το οποίο έφυγε για Μυστρά, Σπάρτη.Οι πεζοπόροι, γύρω στους 65, ετοιμάστηκαν και ξεκίνησαν, έχοντας ήδη μαζί τους ως οδηγό στο μονοπάτι τον Μανώλη, γραμματέα του Πολιτιστικού Συλλόγου Καστορείου. Αφού βγάλαμε μια αναμνηστική φωτογραφία στον μεγάλο πλάτανο της πλατείας, πήραμε τον ανήφορο που οδηγεί έξω από το χωριό και σε λίγη ώρα μπαίναμε στο « Φαράγγι των Μύλων » ή « Φαράγγι του Κάστορα ». Μέχρι το σημείο, όπου συναντήσαμε τα πέτρινα καθιστικά με τις βρυσούλες, η διαδρομή και των δύο ομάδων ήταν κοινή.

Η μικρή διαδρομή διήρκεσε 4 ώρες περίπου, σε ένα πολύ καλά σηματοδοτημένο, με μωβ χρώμα στις πινακιδούλες, μονοπάτι, μέσα στις δροσιές που πρόσφεραν άπλετα πανύψηλα πλατάνια σφιχταγκαλιασμένα με « φιλόδοξους » κισσούς, σκοίνα, πουρνάρια, χαμολούλουδα, βότανα, ακόμα και λευκά κρινάκια-λίλιουμ. Πεταλούδες κίτρινες, πορτοκαλιές, λιβελούλες σε υπέροχα χρώματα φτερούγιζαν χαρούμενα γύρω μας, καλωσορίζοντάς μας στο « σπίτι » τους.Τα νερά του ποταμού Κάστορα, παραπόταμου του Ευρώτα, λιγοστά στη αρχή, ανύπαρκτα σχεδόν σε πολλά σημεία έκαναν ορμητικά την εμφάνισή τους προς το τέλος της διαδρομής, κοντά στην άσφαλτο που οδηγεί στο χωριό. Τα τοιχώματα του φαραγγιού, όποτε μας δινόταν η ευκαιρία να κοιτάξουμε ψηλά, έφταναν στον ουρανό, θα έλεγες, και στεφανώνονταν κι αυτά από πρασινάδες. Δέος σε έπιανε ατενίζοντας τον στενό ορίζοντα σε μερικά σημεία στο άνοιγμα του φαραγγιού! Δεν έλειψαν και οι « περιπέτειες », αφού δυο φορές κατεβήκαμε από ανεμόσκαλες, σε σημεία που οι γλιστεροί και ψηλοί βράχοι δεν επέτρεπαν την κάθοδο με άλλον τρόπο, κρατηθήκαμε από συρματόσχοινα εκεί όπου το μονοπάτι στένευε επικίνδυνα και ο γκρεμός κάτω ήταν απειλητικός, και ανηφορίσαμε μια σταθερή ξύλινη σκάλα με πολλά σκαλιά, ώσπου βγήκαμε στο μικρό πλάτωμα, απ΄ όπου είχε ήδη αρχίσει να φαίνεται το πανέμορφο από ψηλά και μακριά Καστόρειο.

Από εκεί και κάτω τα πράγματα ήταν εύκολα και γρήγορα φτάσαμε στις πηγούλες με το δροσερό νερό και τα πέτρινα παγκάκια. Εκεί πήραμε μια – δυο ανάσες, τσιμπήσαμε κάτι και φύγαμε για το χωριό, που βρισκόταν σε ένα 10λεπτο απόσταση. Ένα – δυο άτομα που υπερεκτίμησαν τις δυνατότητές τους δυσκολεύτηκαν στο φαράγγι, αλλά σιγά σιγά με τη βοήθεια του διασώστη μας και την επιστράτευση αυτοκινήτου έφτασαν και αυτοί τελικά κουρασμένοι στο χωριό. Οι « μεγάλοι » πεζοπόροι συνέχισαν από τα πέτρινα καθιστικά με το γάργαρο νερό στις κρήνες δίπλα ως το Μαρμαρογέφυρο μετ΄ επιστροφής κάνοντας λίγο περισσότερη διαδρομή δίπλα στο ποταμάκι και κάτω από τη σκιά των πλατανιών. Και αυτοί μετά από 1-2 ώρες  επέστρεψαν στην πλατεία του χωριού, όπου ήταν και οι υπόλοιποι μαζί με τους τουρίστες μας, σκορπισμένοι στα λιγοστά ταβερνάκια για το μεσημεριανό γεύμα μας.

Οι « τουρίστες » μας  στο μεταξύ ξεναγήθηκαν στην καστροπολιτεία του Μυστρά, με έναν πολύ γλαφυρό τρόπο από τον ξεναγό μας, ο οποίος έκανε μια σύντομη εισαγωγή στην ιστορία του Μυστρά αρχικά. Εξήγησε πώς πέρασε το 1262 στα χέρια των Βυζαντινών το κάστρο του Μυζηθρά μετά τη μάχη της Πελαγονίας στα 1259 και ποιοι ήταν οι « Δεσπότες» του, ώσπου να φτάσουμε στον τελευταίο Βυζαντινό αυτοκράτορα, τον Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο. Ανέφερε επίσης πώς συνεχίστηκε η κατοίκηση στον λόφο και κατά την Τουρκοκρατία, οπότε ανθεί το εμπόριο του μεταξιού, και την Ενετοκρατία ως το 1953, που μετακινήθηκαν όλοι οι κάτοικοι προς τη Σπάρτη.

Ξεκινώντας από την Πάνω Χώρα, τη συνοικία των Παλατιών και την Αγία Σοφία, εκκλησία του 14ου αι., με ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες και πλούσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο η ξενάγηση συνεχίστηκε με τον Άγ. Νικόλαο, τον μοναδικό ναό που οικοδομήθηκε μετά την παράδοση στους Τούρκους το 1460, πράγμα που μαρτυρεί την ύπαρξη προνομίων για τον Μυστρά. Ιδιαίτερη ήταν η αναφορά στο συγκρότημα των Παλατιών, τα οποία είναι χτισμένα στο μοναδικό πλάτωμα του λόφου, μετά την ίδρυση του κάστρου του 13ου αι., από τους «Δεσπότες» Καντακουζηνούς και Παλαιολόγους σε διάφορες φάσεις. Περνώντας από την πύλη που οδηγεί στη Μεσόχωρα ή Κάτω Χώρα , η ξενάγηση συνεχίστηκε με επισκέψεις στο εσωτερικό κυρίως των εκκλησιών, της Ευαγγελίστριας, των Αγ. Θεοδώρων, στο μοναδικό εν λειτουργία σήμερα στον Μυστρά γυναικείο μοναστήρι της Παντάνασσας και στον μητροπολιτικό ναό του Αγ. Δημητρίου, με τον αξιόλογο γλυπτό διάκοσμο και τις ποικίλων τάσεων τοιχογραφίες. Κοντά στον Άγ. Δημήτριο, τον παλιότερο ναό του Μυστρά, βρίσκεται και το Μουσείο, όπου φυλάσσονται χειρόγραφα, εκκλησιαστικά σκεύη και άλλα αντικείμενα.

Ο ξεναγός δεν παρέλειψε να πει κάποια λόγια και για τις οικίες του Μυστρά, ιδιαίτερα τα αρχοντικά του Λάσκαρη και του Φραγκόπουλου στη Μεσόχωρα. Στην Περίβλεπτο τέλος, μονή αφιερωμένη στην Παναγία και με δικό της περίβολο, θαυμάζει κανείς ένα από τα σπουδαιότερα ζωγραφικά σύνολα της υστεροβυζαντινής ζωγραφικής.Μετά το τέλος της περιήγησης στον Μυστρά οι τουρίστες επισκέφθηκαν για λίγη ώρα και τη Σπάρτη, όπου έκαναν βόλτες, δροσίστηκαν με κάποιο αναψυκτικό ή ήπιαν τον καφέ τους. Όμορφη και σύγχρονη πολεοδομικά πολιτεία η Σπάρτη διαθέτει δρόμους πλατιούς και μακριούς με δενδροφυτεμένες νησίδες, ωραία καταλύματα, τον ναό του πολιούχου Αγίου Νίκωνα, στο κέντρο, Αρχαιολογικό Μουσείο, Πινακοθήκη και το πολύ ενδιαφέρον «Μουσείο της Ελιάς». Ο αρχαιολογικός της χώρος πίσω από το γήπεδο και το άγαλμα του Λεωνίδα, περιλαμβάνει υπολείμματα της αρχαίας ακρόπολης, το ρωμαϊκό θέατρο, την παλαιοχριστιανική βασιλική και άλλους χώρους της αρχαίας πόλης.Το πούλμαν έπειτα τους έφερε στο Καστόρειο, όπου ήδη κατέληγαν και όλοι οι πεζοπόροι για φαγητό στις 2 ταβέρνες που διαθέτει. Υπήρχε και κάποιο διάστημα για σύντομη περιπλάνηση στο μικρό και χαριτωμένο χωριό, που πήρε το όνομά του από τον μυθικό ήρωα Κάστορα, αδερφό του Πολυδεύκη και της ωραίας Ελένης, φυσικά.   Ένας μεγάλος και φαρδύς δρόμος διασχίζει το κέντρο του χωριού με μεγάλη φυτεμένη με λουλούδια νησίδα και κρουνούς, απ΄ όπου τρέχει δροσερό νερό του Ταϋγέτου. Τα σπιτάκια του μικρά, ως επί το πλείστον, δίπατα, με μπαλκόνια χτιστά και με όμορφα καγκελάκια, κάποια από αυτά στο νεοκλασικό ύφος. Επικρατούσε ησυχία στο καταπράσινο χωριό εκείνη την ώρα και οι κάτοικοι που κυκλοφορούσαν ήταν λιγοστοί.

Όταν πια είχαν καταφτάσει και οι τελευταίοι πεζοπόροι από το φαράγγι αναχωρήσαμε, κατά τις 6 παρά τέταρτο, για Νίκαια. Κάναμε μια στάση στο Σπαθοβούνι και συνεχίσαμε τον δρόμο μας « φορτισμένοι »  ευχάριστα, ώστε να τα βγάλουμε πέρα ως την επόμενη εξόρμηση στη φύση.