- Λεπτομέρειες
- Τελευταία ενημέρωση : 11 Σεπτεμβρίου 2016 11 Σεπτεμβρίου 2016
Ξεκινήσαμε την Παρασκευή, 29/7, στις 7:15 από τη Νίκαια και στις 7:30 περίπου αναχωρήσαμε από το Αιγάλεω για τον Ισθμό, όπου και κάναμε μια στάση μισής ώρας.
Συνεχίσαμε έπειτα για τον Αρχαιολογικό χώρο των Μυκηνών, όπου μας περίμενε ήδη η ξεναγός μας, κοντά στον θολωτό τάφο του Ατρέα. Αφού έγινε μια σύντομη εισαγωγή για τον μυκηναϊκό πολιτισμό και την οικογένεια των Ατρειδών, μπήκαμε στον περιώνυμο τάφο, το πιο αντιπροσωπευτικό και άριστης διατήρησης δείγμα θολωτού τάφου ( 1250 π.Χ. ), ξεναγηθήκαμε, θαυμάσαμε τον εκφορικό τρόπο κτισίματος, το μέγεθος του τάφου και φύγαμε έπειτα, με το πούλμαν, για την ακρόπολη. Ανεβαίνοντας προς τον λόφο κάναμε μια μικρή στάση, ώστε να δούμε 2 ακόμα θολωτούς τάφους, «της Κλυταιμνήστρας» και «του Αιγίσθου», οι οποίοι βέβαια δεν σώζονται τόσο καλά όσο ο θολωτός του Ατρέα, μια και η στέγη απουσιάζει παντελώς σε αυτούς τους δύο. Ολόγυρα υπάρχουν κι άλλοι θολωτοί τάφοι, σε ανάλογη ή χειρότερη κατάσταση. Πολύ κοντά μας και ο ταφικός περίβολος Β΄, με τους παλαιότερους βασιλικούς τάφους ( 17-16ου αι. π.Χ. ) καθώς και η «Οικία του λαδέμπορου». Σταματήσαμε στη σκιά κάποιου δέντρου λίγο πριν από την Πύλη των Λεόντων, την κύρια μνημειώδη είσοδο στην τειχισμένη ακρόπολη, και τα « κυκλώπεια τείχη », τα οποία οικοδομήθηκαν από τα μέσα του 14ου αι. ως τα τέλη του 13ου αι. π.Χ.. Περάσαμε την Πύλη και κατηφορίσαμε ως τον ταφικό περίβολο Α΄, το νεκροταφείο βασιλικών τάφων του 16ου αι. π.Χ., από οποίο έχουμε νεκρικές προσωπίδες και μια σειρά πολυτελών ευρημάτων στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Αρκετοί φίλοι στη συνέχεια ανηφόρισαν ως την κορυφή του λόφου, όπου βρίσκονται τα ερείπια του μυκηναϊκού « μεγάρου », του Ανακτόρου, με το μνημειακό κλιμακοστάσιο και την κεντρική αυλή, καθώς και των άλλων κτισμάτων που κοσμούσαν κάποτε τον χώρο. Η ξεναγός περίμενε χαμηλότερα, μαζί με όσους δεν ανέβηκαν ψηλά, και, όταν επέστρεψαν όλοι, συνέχισε την ξενάγηση εντός του Μουσείου πλέον με τα πολύ ενδιαφέροντα εκθέματα, που βρέθηκαν κυρίως μέσα σε τάφους της περιοχής: ειδώλια, αναθήματα, κοσμήματα, αγγεία, τοιχογραφίες, όπλα, μεταλλικά και οστέινα αντικείμενα και πολλά άλλα.
Αφού τελείωσε η ξενάγηση, μπήκαμε ξανά στο πούλμαν και αναχωρήσαμε για το όμορφο και παραδοσιακό χωριό του Δρέπανου ( παλιό Χαϊδάρι ), περνώντας έξω από το Ναύπλιο, στην παραλία του οποίου καταλύσαμε. Πήραμε τα δωμάτιά μας, το « βραχιολάκι» μας για τις all inclusive παροχές του ξενοδοχείου και κατεβήκαμε για μπάνιο στη θάλασσα και το μεσημεριανό μας φαγητό. Ξαπλώσαμε στη συνέχεια στο δωμάτιο ή σε κάποια ξαπλώστρα της παραλίας και νωρίς το απόγευμα ξεκινήσαμε για Καραθώνα. Είχαμε ανέβει με το πούλμαν ως το Παλαμήδι πριν, όπου απολαύσαμε τη θέα από ψηλά, αλλά, επειδή κανείς δεν ενδιαφερόταν να επισκεφθεί το φρούριο, από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα της βενετσιάνικης αρχιτεκτονικής, κατηφορίσαμε αμέσως προς την παραλία του Καραθώνα. Από το μικρό και γραφικό λιμανάκι με τις ψαρόβαρκες αρχίσαμε, οι περισσότεροι, την πεζοπορία μας ως την πόλη του Ναυπλίου, έχοντας στα αριστερά μας τη θάλασσα και τη δροσιστική της αύρα, ενώ από τα απότομα, πολλές φορές, βράχια στα δεξιά μας, τα φραγκόσυκα μας προκαλούσαν να τα κόψουμε και οι καπαριές μπλέκονταν στα πόδια μας, καθώς απλώνονταν στο μονοπάτι. Στην πλατεία της Αρβανιτιάς, λίγοι φίλοι αποχώρησαν προς την ίδια την πόλη περνώντας από το κοντινό Πάρκο Στάικου Σταϊκόπουλου και την Πύλη της ξηράς, ενώ οι υπόλοιποι έκαναν όλο τον γύρο, αφήνοντας πίσω την ομώνυμη παραλία, όπου κολυμπούσαν αρκετοί παραθεριστές. Η περιοχή της Αρβανιτιάς ονομάστηκε έτσι, γιατί κατοίκησαν πολλοί Αρβανίτες ήδη από την εποχή της Α΄Ενετοκρατίας ( 1389 -1540 ). Μια παράδοση λέει ότι ο καπετάν πασάς έριξε από εδώ στα 1779 τους Αρβανίτες που προξενούσαν ζημιές στην περιοχή. Λίγο πριν φτάσουμε στην πλατεία του γραφικού Ψαρομαχαλά, της μόνης συνοικίας, όπου επιτρεπόταν να κατοικούν Έλληνες μετά το 1715, οπότε αρχίζει η 2η Τουρκοκρατία στο Ναύπλιο, και στον προμαχώνα « Τα 5 αδέρφια » ( για 5 κανόνια πρόκειται ), είδαμε την Παναγία της σπηλιάς στους πρόποδες της Ακροναυπλίας, πολύ κοντά στα απομεινάρια των αρχαίων τειχών. Μετά από μιάμιση περίπου ώρα η όμορφη βόλτα μας είχε ολοκληρωθεί, καθώς βρεθήκαμε στο λιμάνι, όπου συναντήσαμε και τους φίλους που δεν ακολούθησαν την πεζοπορία. Απέναντί μας το Μπούρτζι, το νησάκι που οχύρωσαν οι Βενετοί, το οποίο για ένα διάστημα υπήρξε κατοικία των δημίων και στα νεότερα χρόνια λειτούργησε κι ένα ξενοδοχείο. Ως την ώρα της αναχώρησής μας από τη μαγευτική πολιτεία, που κάποτε διετέλεσε και πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους , σεργιανίσαμε στα γραφικά σοκάκια της παλιάς πόλης, στην πλατεία Συντάγματος με το Αρχαιολογικό Μουσείο, το Βουλευτικό, το τζαμί και μετέπειτα αλληλοδιδακτικό Σχολείο του «Τριανόν», στην πλατεία Καποδίστρια με το άγαλμα του πρώτου κυβερνήτη της απελευθερωμένης Ελλάδας, τον ναό του Αγ. Σπυρίδωνα, όπου δολοφονήθηκε ο Κυβερνήτης τον Σεπτέμβριο του 1831, στην πλατεία 3 Ναυάρχων, το ταφικό μνημείο του Δημ.Υψηλάντη. Μετά το προσκύνημα στην εκκλησία που είναι αφιερωμένη στο Γενέσιο της Θεοτόκου και βρίσκεται πίσω από το Αρχαιολ. Μουσείο, από τους παλαιότερους και σημαντικότερους ναούς του Ναυπλίου ( 1500 ) με το ενδιαφέρον τέμπλο του 19ου αι., δεν παραλείψαμε και την επίσκεψη στη γνωστή ιταλική τζελατερία για ένα παγωτό στο χέρι! Φυσικά κάναμε και μικροεπισκέψεις στα χαριτωμένα μαγαζάκια πάνω στον «Μεγάλο Δρόμο » για κάποιο ενθύμιο, κάποιο μικρό δωράκι.
Επιστρέψαμε στο Δρέπανο για το δείπνο μας και βόλτες στην παραλιακή, προς την πλευρά της Ασίνης και του Τολού.
Την επόμενη μέρα, Σάββατο, 30/7, μετά το πρωινό μας, αναχωρήσαμε κατά τις 8:15 για την περιοχή όπου θα γινόταν η πεζοπορία μας, το Φαράγγι Καταφύκι, ένα άγνωστο αλλά πολύ όμορφο φαράγγι με πλούσια βλάστηση, νερά, άγρια ζωή και σπηλιές, με τις οποίες συνδέονται σαγηνευτικές ιστορίες. Ο θρύλος θέλει μια από αυτές να αποτελεί την είσοδο στον Άδη, ενώ οι ντόπιοι διηγούνται ιστορίες με παράνομους, που κάποτε έβρισκαν καταφύγιο σε αυτές ( γι΄αυτό και η ονομασία ). Περάσαμε από τα Δίδυμα, όπου εντύπωση προκαλούν οι δυο μεγάλοι κρατήρες που έχουν δημιουργηθεί από πτώση μετεωριτών και φτάσαμε στο χωριό Φούρνοι. Εδώ ξεκίνησε η πεζοπορία μας παίρνοντας τον χωματόδρομο που οδηγεί στα Παπούλια, στο ξωκλήσι των Αγ. Αναργύρων. Στο γραφικό εκκλησάκι στα παγκάκια κάτω από τα πεύκα πήραμε μια ανάσα, προμηθευτήκαμε νερό από τη μοναδική βρύση της περιοχής και ύστερα ακολουθήσαμε το βατό μονοπάτι στο φαράγγι του Καταφυκίου. Το ποταμάκι που το διασχίζει ήταν χωρίς νερό αυτή την εποχή, αλλά το τοπίο φάνταζε άγριο με τα εντυπωσιακά βράχια αριστερά και δεξιά. Ψηλά στους βράχους όπου γίνεται και αναρρίχηση μια μεγάλη τρύπα, η είσοδος του Άδη. Στο μέσον του φαραγγιού υπάρχει το Βυζαντινό εκκλησάκι του Άι-Νικόλα. Μερικά χιλιόμετρα μετά το εκκλησάκι φτάσαμε στην έξοδο και αφού περπατήσαμε λίγη ώρα ακόμα, μας πήρε το πούλμαν, γιατί η ζέστη πλέον είχε γίνει ανυπόφορη.
Οι υπόλοιποι που δεν πεζοπορήσαμε πήραμε τον δρόμο με το πούλμαν για την Ερμιόνη, έξω από την οποία βρίσκεται η Μονή Αγ. Αναργύρων, κοντά στον μυχό του κόλπου « Πόρτο-Κάπαρη ». Εκεί βρεθήκαμε για μια σύντομη επίσκεψη, κατά την οποία διαπιστώσαμε ότι πράγματι το καθολικό του μοναστηριού είναι χτισμένο πάνω σε αρχαίο ναό, του Ασκληπιού συγκεκριμένα, αφού στους τοίχους του βλέπει κανείς εντοιχισμένα αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη. Θαυμάσαμε τις υπέροχες τοιχογραφίες και το εικονοστάσιο και γευτήκαμε το παραδοσιακό λουκουμάκι από τα χέρια μιας μοναχής που μας κερνούσε. Στη λουλουδιασμένη και πολύ φροντισμένη αυλή σε μια στέρνα συγκεντρώνεται ιαματικό νερό, που θεωρείται από την αρχαιότητα θεραπευτικό. Φημισμένη και η « Καραμάνειος » Βιβλιοθήκη του μοναστηριού. Φύγαμε για την « αργολική Ριβιέρα » και την πόλη, συγκεκριμένα, της Ερμιόνης, όπου παραμείναμε για μια ώρα περίπου κάνοντας βόλτες στο πολύ ενδιαφέρον Μπίστι ( = ουρά στα αρβανίτικα ), το αρχαίο « Ποσείδιον ». την πευκόφυτη χερσόνησο με ερείπια από τα αρχαία « κυκλώπεια » τείχη, τα 2 πορφυρεία ( = εργαστήρια επεξεργασίας πορφύρας ), τα θεμέλια του ναού του Ποσειδώνα, πάνω στον οποίο είχε χτιστεί βυζαντινή βασιλική, τον ανεμόμυλο των Μητσαίων, από τα τέλη του 18ου αι. , το ξωκλήσι του Αϊ-Νικόλα και τον φάρο στην άκρη της χερσονήσου. Δίπλα από αυτόν υπάρχει αρχαίο μνήμα και στη μέση του γκρεμού η σπηλιά της Βιτόριζας, του τέρατος, κατά τους ντόπιους, που τρομοκρατούσε τα παιδιά κυρίως, αλλά και τους ψαράδες. Ένα μαγικό δάσος, θα έλεγε κανείς, γεμάτο θρύλους και παραδόσεις το Μπίστι, αλλά και η ίδια η πόλη, που θυμίζει νησί, με τα δυο λιμάνια που διαθέτει, τα πλακόστρωτα σοκάκια, τα ασβεστωμένα σπίτια, κατακτά τον επισκέπτη και τον καλεί για όμορφους περιπάτους, τους καλοκαιρινούς ιδίως μήνες.
Επιστρέψαμε στο σημείο όπου θα παραλαμβάναμε τους πεζοπόρους μας και όλοι μαζί φύγαμε για το Δρέπανο, τη ζεστή του θάλασσα και το … μεσημεριανό μας, φυσικά. Ξεκουραστήκαμε, κολυμπήσαμε και πάλι, καθίσαμε δίπλα στην πισίνα για καφέ, αναψυκτικό ή παγωτάκι και, κατά τις 18:30 βρεθήκαμε στην τραπεζαρία για βραδινό φαγητό, λίγο πριν αναχωρήσουμε για το θέατρο της Επιδαύρου. Με τα μαξιλαράκια μας, τα κιάλια μας και νεράκι ξεκινήσαμε για τον αρχαιολογικό χώρο του Ασκληπιείου, στο αρχαίο θέατρο του οποίου παρακολουθήσαμε την παράσταση «Οιδίπους τύραννος», σε συνεργασία του Θεάτρου της Μόσχας Βαχτάνγκοφ με το Εθνικό Θέατρο. Στο επίκεντρο της προβληματικής του έργου τίθεται το άτομο σε σχέση με την προσωπική του ελευθερία, την εξουσία, την κοινωνία και τη θεία βούληση. Πολύ ενδιαφέρουσα η παρουσίαση του δράματος του Σοφοκλή, που διδάχθηκε στα 428 π.Χ., εν μέσω του Πελοποννησιακού πολέμου. Πολύ λιτό το σκηνικό που δήλωνε το ανάκτορο, αλλά συμβόλιζε, θα έλεγες, με το κυλινδρικό του σχήμα, το οποίο βοηθούσε στο να κυλίεται πολύ εύκολα, όποτε το απαιτούσε η σκηνοθεσία, το γνωστό « του κύκλου τα γυρίσματα π΄ανεβοκατεβαίνουν … ». Δυσκολίες βέβαια αντιμετωπίζαμε σχετικά με τους υπέρτιτλους, οι οποίοι δεν ήταν εύκολο να διαβαστούν από το άνω διάζωμα, όπου βρισκόμασταν.
Σχετικά εύκολα έγινε η αναχώρησή μας από τον χώρο στάθμευσης, μια και το θέατρο δεν ήταν κατάμεστο, όπως συμβαίνει με τις παραστάσεις αρχαίων κωμωδιών, και κατά τις 12 παρά κάτι ήμαστε για ξεκούραση, μια τελευταία βόλτα ή ένα ποτάκι στην παραλία του Δρέπανου.
Κυριακή πρωί, 31/7,έχοντας ήδη πάρει πρωινό και έχοντας τοποθετήσει τις αποσκευές μας στο πούλμαν, στις 8:30 πήραμε τον δρόμο για την Κόστα, απ΄όπου με θαλάσσια ταξί βρεθήκαμε απέναντι στο « αρωματοφόρο νησί » των Σπετσών. Έτσι το ονόμασαν οι Βενετοί, ενώ στα αρχαία χρόνια λεγόταν Πιτυούσα, από τα πολλά πεύκα, που πολλές φορές φτάνουν μέχρι τη θάλασσα. Το νησί διαθέτει δίκτυο μονοπατιών μοναδικού κάλλους μέσα σε πεύκα, θυμάρι, κουμαριές, βότανα και αγριολούλουδα, με υπέροχη πανοραμική θέα από ψηλά. Σημαντική η ιστορία του νησιού και ιδιαίτερη η συμβολή του στον Αγώνα του ΄21. Στο λιμάνι, την Ντάπια με τα κανόνια, γιορτάζεται κάθε χρόνο, τον Σεπτέμβριο, η γιορτή της Αρμάτας, σε ανάμνηση της πυρπόλησης της τουρκικής ναυαρχίδας το 1822.
Από τη Ντάπια ξεκίνησαν οι πεζοπόροι περνώντας από το Μουσείο – Αρχοντικό της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας και από το Αρχοντικό του Σωτήρη Ανάργυρου, μεγάλου ευεργέτη των Σπετσών. Αφήσαμε πίσω μας την πόλη, αφού κάναμε κάποιες στάσεις για να γευτούμε τα ώριμα σύκα που βρίσκαμε στη διαδρομή μας, καθώς ανηφορίζαμε προς το βουνό. Φτάνοντας στην κορυφή θαυμάσαμε τη θέα προς την πόλη των Σπετσών, την παραλία των Αγ. Αναργύρων αλλά και τις απέναντι ακτές της Πελοποννήσου. Εκεί κάναμε μια στάση στην Παναγία Δασκαλάκη, στο βόρειο μέρος της οποίας βρίσκεται ο τάφος του βιομήχανου Δασκαλάκη, που είχε ιδρύσει το εργοστάσιο νηματουργίας στην πόλη ( σημερινό ξενοδοχείο «Τα νησιά »). Δυτικότερα 300 μέτρα, στη θέση «Βίγλα», στο ψηλότερο σημείο των Σπετσών, βρίσκεται το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, που διαθέτει έναν πύργο παρακολούθησης για περίπτωση πυρκαγιάς. Εδώ ξεκουραστήκαμε για λίγο πίνοντας δροσερό νεράκι, χυμό, τρώγοντας ένα φρούτο ή κανένα σαντουιτσάκι, αλλά κυρίως απολαμβάνοντας την πανοραμική θέα προς τον Φάρο και το Παλιό λιμάνι, την “Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή” και μακρύτερα στο βάθος την Ύδρα και το Πόρτο Χέλι.
Αφού φωτογραφηθήκαμε και εδώ, συνεχίσαμε την πορεία μας προς τη «Συνάντηση των Κυνηγών», μέσα στο πευκοδάσος, κατηφορίζοντας προς την παραλία των Αγ. Αναργύρων, όπου ξεχώριζαν τα λίγα σπίτια του οικισμού. Μόλις φτάσαμε εκεί, όσοι ήθελαν παρέμειναν για μπάνιο στην παραλία με τα γαλαζοπράσινα νερά και το ψιλό πολύχρωμο βοτσαλάκι, ενώ οι περισσότεροι κατευθύνθηκαν προς τη σπηλιά του Μπεκίρη. Η σπηλιά αυτή σύμφωνα με διάφορες παραδόσεις, χρησίμευσε σε πολλές περιπτώσεις ως καταφύγιο για τα γυναικόπαιδα του νησιού σε στιγμές επιδρομών. Μέσα στη σπηλιά υπάρχουν σταλαγμίτες και μια μικρή αμμουδιά. Η σπηλιά διαθέτει μια μικρή είσοδο από τη στεριά αλλά μπορείς να πάς κολυμπώντας και από τη θάλασσα. Μια πολύ ειδυλλιακή και όμορφη σπηλιά που αξίζει κανείς να την επισκεφθεί. Δεν είναι τυχαίο ότι στη Σπηλιά αυτή γυρίστηκε μια πολύ ρομαντική σκηνή από τη γνωστή Ελληνική ταινία «Τζένη Τζένη». Οι θρύλοι που τη συνοδεύουν σαν να ζωντάνεψαν κατά την είσοδό μας στη σκοτεινή σπηλιά και όσο διήρκεσε το μπάνιο μας μέσα σε αυτή. Λίγες αναμνηστικές φωτογραφίες και ύστερα έξοδος κολυμπώντας στην ανοιχτή θάλασσα, μέχρι την παραλία των Αγίων Αναργύρων. Στη συνέχεια, όσοι επιθυμούσαν γευμάτισαν στην ταβέρνα που βρισκόταν εκεί και όλοι μαζί επιστρέψαμε στην πόλη με το λεωφορείο της γραμμής. Από τους « τουρίστες » μια μεγάλη ομάδα 25 περίπου ατόμων επισκέφθηκε το πολύ ενδιαφέρον Μουσείο Μπουμπουλίνας, όπου, μετά από σύντομη ιστορική εισαγωγή στην αυλή του αρχοντικού, ξεναγήθηκε στα δωμάτιά του. Η κατοικία της εθνικής μας ηρωίδας, της μοναδικής που τιμήθηκε με τον τίτλο του ναυάρχου, κατασκευάστηκε από μαυριτανό αρχιτέκτονα στα 1670 , στα πρότυπα σπετσιώτικων αρχοντικών, και διαθέτει λιτή γραμμή, ξύλινη λιθόκτιστη σκάλα, αυλή με ψηλούς τοίχους και ξύλινες διακοσμήσεις στο εσωτερικό και πλούσια επίπλωση. Γλαφυρή και περιεκτική η ξενάγηση από τους απογόνους της μεγάλης αγωνίστριας μας « γέμισε » πραγματικά, γιατί παράλληλα με την ιστορία της ζωής της Λασκαρίνας, πληροφορηθήκαμε πολλά στοιχεία για την ιστορία του τόπου.
Περάσαμε κι από την πλατεία με τα πευκάκια όπου βρίσκεται το νεοκλασικό αρχοντικό του Σωτήρη Ανάργυρου, του μεγάλου ευεργέτη, μια και σε αυτόν οφείλεται η κατασκευή του πολυτελούς ξενοδοχείου « Ποσειδώνιο », η αναδάσωση μεγάλου μέρους των Σπετσών με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί πάλι το πευκοδάσος του νησιού, αλλά κυρίως η δημιουργία της « Αναργυρείου και Κοργιαλενείου Σχολής Σπετσών », η οποία ανέβασε τα μέγιστα το πολιτιστικό επίπεδό του. Μια μικρή παρέα επισκέφθηκε και το Μουσείο Σπετσών, που στεγάζεται στο αρχοντικό του Χατζηγιάννη-Μέξη, ενός από τους πρώτους άρχοντες του νησιού, στα πρώτα χρόνια του Αγώνα της Εθνικής Ανεξαρτησίας. Φιλοξενεί ευρήματα από την προϊστορική, την κλασική περίοδο αλλά και τα ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια, τα οποία αντιπροσωπεύουν 4.000 χρόνια πολιτιστικής ιστορίας του νησιού, αγγεία, νομίσματα, γλυπτά, εικόνες, ενδυμασίες και αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Σημαντικά είναι τα εκθέματα από το ναυάγιο των Ιρίων στο ισόγειο του Μουσείου.
Όσοι φίλοι ήθελαν έμειναν στην πόλη κάνοντας βόλτες στα στενάκια, στην πλατεία Ρολογιού, την Ψαραγορά, τα « Δώδεκα μαγαζιά », μπάνιο στην παραλία του Αγ. Μάμα, του Αγ. Νικολάου ή στην Κουνουπίτσα, τρώγοντας σε κάποιο από τα ταβερνάκια. Αρκετοί πήραν το λεωφορείο για τις δυτικές παραλίες Άγιοι Ανάργυροι και Αγ. Παρασκευή.
Επιστρέψαμε όλοι στην Ντάπια κατά τις 15:30 και αρχίσαμε να περνάμε σταδιακά με τα θαλάσσια ταξί στην Κόστα.
Από εκεί και πέρα ακουλουθήσαμε τη διαδρομή προς Παλαιά Επίδαυρο, έχοντας έτσι την ευκαιρία να απολαύσουμε από ψηλά το ωραίο θέαμα με τους 2 κόλπους, την κατάφυτη χερσόνησο « Νησί» με τα ερείπια από την αρχαία πόλη της Επιδαύρου με το Μικρό Θέατρο, το γνωστό ως « λαλούν θέατρον » λόγω των πολλών επιγραφών που υπάρχουν στα εδώλιά του. Πιο βόρεια ο όρμος της Νέας Επιδαύρου με το χωριό να κρύβεται σχεδόν πίσω από έναν απόκρημνο βράχο, ώστε να είναι αθέατη κάποτε από τη θάλασσα. Εδώ πραγματοποιήθηκε η Α΄Εθνοσυνέλευση του απελευθερωμένου ελληνικού κράτους, στην Πιάδα, όπως λεγόταν τότε το χωριό.
Πιο πάνω ακόμα η Παναγιά η Πολεμάρχα και η Μονή Αγνούντος, η ίδρυση της οποίας ανάγεται στον 11ο αι. μ.Χ. Περιβάλλεται από ψηλό πέτρινο τείχος με πύργους και το καθολικό της θυμίζει πολύ το αρχιτεκτονικό σχέδιο της Αγ. Σοφίας.
Μετά από μια σύντομη στάση στον Ισθμό, φτάσαμε στη Νίκαια κατά τις 9:30 μ.μ., ικανοποιημένοι από τα όσα βιώσαμε στο πολύ ενδιαφέρον τριήμερο στην Αργολίδα.