- Λεπτομέρειες
- Τελευταία ενημέρωση : 05 Νοεμβρίου 2017 05 Νοεμβρίου 2017
Ξεκινήσαμε με ένα πούλμαν, το Σάββατο 7 Οκτωβρίου στις 7:00 π.μ. από τη Νίκαια και, αφού παραλάβαμε αρκετούς φίλους από το Αιγάλεω πήραμε, την Αττική Οδό και τη Λεωφόρο Μαραθώνος για Ραφήνα. Φτάσαμε στη Ραφήνα και επιβιβαστήκαμε στο πλοίο, το οποίο μας έβγαλε στο Μαρμάρι και από εκεί συνεχίσαμε με το πούλμαν για την Κάρυστο.
Φτάνοντας στην πόλη της Καρύστου τη διασχίσαμε και συνεχίσαμε για τον Πλατανιστό. Από την πέτρινη γέφυρα στα Μαστρογιαννέικα ξεκίνησαν οι πεζοπόροι για μια διαδρομή στο φαράγγι του Πλατανιστού για Ελληνικό –Άγιο Κωνσταντίνο με κατάληξη , την παραλία, στο Ποτάμι.Το φαράγγι και η κοιλάδα του Πλατανιστού κρύβονται σε μια αραιοκατοικημένη, παρθένα περιοχή της Εύβοιας και διακρίνεται για το κατάφυτο μονοπάτι του, που καταλήγει σε μια όμορφη παραλία. Ο Πλατανιστός είναι το πιο απομακρυσμένο χωριό της Νότιας Εύβοιας, κοντά στα 25 χλμ. ανατολικά από την Κάρυστο. Γύρω από τον οικισμό υπάρχουν αρκετά μικρά, ακατοίκητα ή με πολύ λίγους κατοίκους, χωριά. Το ομώνυμο φαράγγι βρίσκεται στους νότιους πρόποδες του όρους Όχη. Βόρεια αυτού ξεκινούν τα βουνά του Καβοντόρο και στα ανατολικά του απλώνεται το Αιγαίο πέλαγος.
Μέσα στο φαράγγι, σε όλο το μήκος του, κυλάει ένα όμορφο ρέμα με κρυστάλλινα νερά, που οι πηγές του βρίσκονται λίγο δυτικά από το Πανοχώρι. Το ρέμα είναι το δεύτερο σε παροχή ποτάμι της Όχης και διατηρεί τα νερά του όλο τον χρόνο. Το φαράγγι ξεκινάει από την Όχη, κοντά στον οικισμό Πανοχώρι, όπου βρίσκονται και τα πιο απότομα σημεία, μετά από 3,5 χλμ. περίπου συναντάει τον Πλατανιστό και περίπου έξι χιλιόμετρα μετά τον Πλατανιστό το ρέμα εκβάλλει στο Αιγαίο στην παραλία Ποτάμι. Το περπάτημα γίνεται στην αρχή δίπλα στο ποτάμι και προς το τέλος ανεβαίνει σε χωματόδρομο και ξαναεπιστρέφει στην κοίτη του ποταμού. Η ομορφιά είναι μοναδική δίπλα στο ποτάμι με μικρούς καταρράκτες και πέτρινους σχηματισμούς, που μοιάζουν με το φαράγγι του Δημοσάρη.Στη διαδρομή περάσαμε από το υπέροχο πέτρινο γεφύρι, όπου και φωτογραφηθήκαμε, και συνεχίσαμε μέχρι την εκκλησία των Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης, που χτίστηκε με μάρμαρα των αρχαίων κτιρίων της περιοχής. Περάσαμε δίπλα από τα μεγαλόπρεπα αρχαία τείχη στο Ελληνικό, τα οποία ήταν περιφραγμένα από ιδιώτες και πλήρως εγκαταλελειμμένα. Ύστερα από μια πορεία 3 ωρών φτάσαμε στην παραλία στο Ποτάμι και κάποιοι κολύμπησαν στα ήρεμα αυτή την εποχή νερά του Καβοντόρο, που τον περισσότερο καιρό έχει τεράστια κύματα. Είναι η μεγαλύτερη παραλία του Καβοντόρο, μια φαρδιά λωρίδα άμμου και βρίσκεται στην εκβολή του ρέματος του Πλατανιστού, από όπου πήρε και το όνομά της. Δίπλα στην εκβολή υπάρχουν μικρές λιμνούλες και ελώδεις εκτάσεις δημιουργώντας μια ιδιότυπη όαση από πλατάνια. Εκεί το καλοκαίρι οι παραθεριστές κάνουν ελεύθερο κάμπινγκ, στήνοντας τις σκηνές τους κάτω από τα πλατάνια, και στις λιμνούλες συγκεντρώνονται συχνά πουλιά που τρέφονται στα ρηχά νερά. Στη μοναδική ταβερνούλα καθίσαμε δίπλα στη θάλασσα για φαγητό και το απογευματάκι ξεκινήσαμε για την επιστροφή μας στην Κάρυστο. Τακτοποιηθήκαμε στο ξενοδοχείο “Καρύστειον”, πήραμε το δείπνο μας και πήγαμε για ξεκούραση, γιατί την επομένη είχαμε να ξυπνήσουμε πρωί για την κατάκτηση της κορυφής της Όχης και τη διάσχιση του φαραγγιού του Δημοσάρη.Το πρωί της Κυριακής, οι λιγοστοί ορειβάτες με βανάκι ανέβηκαν μέχρι το καταφύγιο της Όχης (υψόμετρο 1100 μ) και από εκεί πήραν το σηματοδοτημένο μονοπάτι για την κορυφή του βουνού (1399 μ) που απέχει περίπου 1 ώρα από το καταφύγιο. Φτάνοντας εκεί έψαξαν και βρήκαν το εντυπωσιακό Δρακόσπιτο της Όχης, αινιγματικό πανάρχαιο κτίσμα, μάλλον ναός λατρείας της θεάς Ήρας, φτιαγμένο με τεράστιους βράχους, που μόνο κάποιοι δράκοι με υπερφυσικές δυνάμεις θα μπορούσαν να χτίσουν. Αφού φωτογραφήθηκαν στην κορυφή, άρχισε η κατάβαση σε κακοτράχαλο μονοπάτι που οδηγεί (μέσα από σάρα), σε 1,5 ώρα στην είσοδο του Δημοσάρη (Πετροκάναλο), όπου υπάρχει πέτρινος οικίσκος και κατατοπιστικές πινακίδες. Εδώ στο διάσελο του Πετροκάναλου ( 954 μ.), λίγη ώρα νωρίτερα είχαν φτάσει και οι πεζοπόροι με τοπικό λεωφορείο, για να κάνουν τη διάσχιση του περίφημου φαραγγιού του Δημοσάρη. Το πούλμαν τους άφησε κανένα χιλιόμετρο πριν από την είσοδο και συνέχισαν με τα πόδια και μετά από λίγη ώρα, αφού ο δρόμος ήταν ανηφορικός και δύσκολος, έφτασαν μπροστά στην είσοδο του φαραγγιού με τον ξεθωριασμένο -δυστυχώς- ενημερωτικό πίνακα που τους καλωσόριζε.
Το φαράγγι αυτό έχει κρατήσει μάλλον τη βυζαντινή ονομασία του και σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή προέρχεται από το Δημοσάριος, που σημαίνει αυτός που εκμεταλλεύεται δημόσιο κτήμα. Άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι έχει να κάνει με το ρέμα Δημοσάρης, το οποίο επίσης δηλώνει ότι τα νερά του ανήκαν στο δημόσιο.
Αρχίσαμε να κατηφορίζουμε τη στενή κοιλάδα, που κάποτε αποτελούσε έναν από τους κυριότερους διαδρόμους επικοινωνίας της νότιας Εύβοιας, κάτι που μπορεί κανείς να διαπιστώσει ακόμα και σήμερα περπατώντας πάνω στο λιθόστρωτο μονοπάτι με τα λείψανα του παλιού καλντεριμιού, που μοιάζουν να συντηρούνται τακτικά και στις μέρες μας, ώστε να εξακολουθεί να εντυπωσιάζει η κατασκευή. Εξάλλου ακόμα και σήμερα αποτελεί ζωντανό πέρασμα για τους κτηνοτρόφους της περιοχής. Και πρέπει να πούμε ότι έχει και πολύ καλή σηματοδότηση!
Η διαδρομή των 10 χλμ. μας μάγεψε! Δέντρα πανύψηλα, με χοντρούς κορμούς, με τις ρίζες τους μέσα στα νερά του ποταμού που μας συνόδευε με το μουρμουρητό του σε όλη σχεδόν τη διαδρομή, πηγές, μικροί και μεγάλοι καταρράκτες, λιμνούλες, ρηχές και βαθιές, που σε προκαλούσαν για ένα δροσερό μπανάκι, παραποτάμια δάση πανάρχαια ως πάνω στις πλαγιές με τους μεγάλους και περίεργους βραχοσχηματισμούς είναι μερικά μόνο, θα έλεγε κανείς, από τα εντυπωσιακά στοιχεία αυτού του περάσματος, που το κάνει να ξεχωρίζει. Μαζί με τα πάμπολλα γέρικα πλατάνια, τους ίταμους, τα αρκουδοπούρναρα, τις αριές, τα σφενδάμια, τις δρυς έκαναν την εμφάνισή τους και μερικές υπεραιωνόβιες καστανιές. Τι να πει κανείς για τους κελαηδισμούς των παντός είδους πουλιών, που μας καλωσόριζαν από τα ψηλά κλαδιά των δέντρων : κοκκινολαίμηδες, σπίνοι, νεροκότσυφες μας τραγουδούσαν συνεχώς, γεράκια και άλλα αρπακτικά φαίνονταν πού και πού στον ουρανό, όποτε τα μάτια μας ξέφευγαν από το ειδυλλιακό τοπίο του μονοπατιού και ατένιζαν τον ουρανό! Ένα κοπάδι κατσίκια με τα κουδουνάκια τους να αντηχούν σε όλο το φαράγγι έβοσκαν αμέριμνα σκαρφαλωμένα πάνω στα βράχια και μόνο, όταν περάσαμε εμείς, ένιωσαν να ξαφνιάζονται και φοβισμένα απομακρύνθηκαν από το μονοπάτι. Κάποια στιγμή οι ορειβάτες και οι πεζοπόροι συναντήθηκαν και έγιναν μια ομάδα και συνέχισαν στο μονοπάτι για την παραλία των Καλλιανών. Κάποιοι είδαν μέχρι και τον κίτρινο βομβητή, τον ορεινό βάτραχο που ζει στα δροσερά νερά του ποταμού, αλλά και ένα μικρό χελωνάκι στην άκρη του μονοπατιού μας κίνησε την περιέργεια.Φτάνοντας στο χωριό των Λενοσαίων κάποιοι ακολούθησαν τον χωματόδρομο μέχρι την παραλία, ενώ μια μεγαλύτερη ομάδα κατέβηκαν μέσα στο ποτάμι ακολουθώντας τα κόκκινα σήματα και, ύστερα από 2 ώρες περίπου μέσα από το ποτάμι, περπατώντας κάτω από ιτιές και πλατάνια και περνώντας από βράχο σε βράχο πολλές φορές από τη μια όχθη στην άλλη του ποταμού, έφτασαν στην παραλία.
Στην ανατολική πλευρά του ρέματος μπορούσε να δει κανείς τους διάσπαρτους μικρούς οικισμούς των Καλλιανών.
Εκτός του ότι κατηφορίζαμε σχεδόν συνεχώς, πράγμα που απαιτούσε τη διαρκή προσοχή μας, η διαδρομή δεν παρουσίαζε καμιά ουσιαστική δυσκολία, γι΄αυτό και κάναμε λιγοστές στάσεις, για να ξεκουραστούμε λίγο, να τσιμπήσουμε κάτι, να πιούμε λίγο δροσερό νερό. Φτάσαμε όλοι τελικά μετά από 6 ώρες στη γέφυρα, όπου μας περίμενε το πούλμαν για την επιστροφή μας στο Μαρμάρι, από όπου θα παίρναμε το πλοίο για τη Ραφήνα. Εδώ συναντήσαμε και τους λιγοστούς τουρίστες, που και αυτοί με τη σειρά τους πέρασαν μια όμορφη μέρα βλέποντας τα αξιοθέατα στην Κάρυστο.
Η Κάρυστος μια όμορφα δομημένη πολιτεία, άρχισε να χτίζεται το 1843 από Βαυαρούς μηχανικούς του Όθωνα, και ψηλά στο λόφο φαίνεται το Κάστρο Καστέλο Ρόσσο της Καρύστου ή Κοκκινόκαστρο, που δεσπόζει στους πρόποδες της Όχης. Το Βυζαντινό αυτό αρχικά κάστρο, που χτίστηκε πάνω στην αρχαία ακρόπολη το 1030, με τη φράγκικη, ενετική και οθωμανική οχύρωσή του στη συνέχεια, δέχτηκε πολλές πολιορκίες και άνοιξε τελικά τις πόρτες του στους Έλληνες το 1833 μετά την απελευθέρωση.
Ψηλά στην Όχη οι διάφοροι περίεργοι βραχοσχηματισμοί μας εξήπταν τη φαντασία και κάπως έτσι μάλλον θα δημιουργήθηκαν και οι θρύλοι για τα ονομαστά “δρακόσπιτα” του βουνού αυτού, που φτάνουν, λένε, τα 20 στην περιοχή των Στύρων, με σπουδαιότερο ανάμεσά τους εκείνο της κορυφής της Όχης.
Δυο ώρες περίπου παραμονή στο Μαρμάρι μας έφτασαν για ένα απογευματινό περίπατο για φαγητό ή καφέ και στη συνέχεια πήραμε το πλοίο για τη Ραφήνα στις 19:00. Στις 18.15 φτάσαμε απέναντι και σε μισή ώρα ήμασταν στο Μετρό Αιγάλεω και στη Νίκαια έπειτα, γεμάτοι με όμορφες εντυπώσεις από τα μοναδικής ομορφιάς μέρη που συναντήσαμε στην περιοχή αυτή της Νότιας Εύβοιας!