Με δύο μισογεμάτα πούλμαν ξεκινήσαμε από Νίκαια με πρώτο προορισμό μας τον αρχαιολογικό χώρο του Ραμνούντα, μια και η μέρα αυτή ήταν ημέρα δωρεάν εισόδου στους χώρους αυτούς και στα μουσεία... Κάναμε μια σύντομη στάση στο Φράγμα του Μαραθώνα για τουαλέτα και συνεχίσαμε ως τον Μαραθώνα, το Κάτω Σούλι και βορειότερα προς τον αρχαίο Ραμνούντα στα Β.Α. της Αττικής.

Βρίσκεται λίγο ψηλότερα από το λιμάνι της Αγίας Μαρίνας,  απέναντι και διαγώνια από τα Στύρα της Εύβοιας. Η ξεναγός μας περίμενε στην είσοδο, όπου μας έκανε μια εισαγωγή για τον αρχαίο αυτόν οικισμό και μας μοίρασε φυλλάδια με κατόψεις και σχέδια των μνημείων του χώρου. Ο δήμος του Ραμνούντα ήταν γνωστός για το φρούριο και το μικρό λιμάνι του, κυρίως όμως για το ιερό της Νεμέσεως. Είναι το σπουδαιότερο ιερό που υπάρχει στην Ελλάδα για τη θεά αυτή. Μαζί της λατρευόταν εδώ και η Θέμις, προσωποποίηση της τάξης, του νόμου και της δικαιοσύνη, ενώ η Νέμεσις ήταν η προσωποποίηση της θείας δίκης και τιμωρίας όσων φέρονται αλαζονικά, “υβριστικά”. Στον Ραμνούντα, στρατηγικής σημασία θέση, φρουρούσαν, από την έναρξη του Πελ/κού πολέμου Αθηναίοι έφηβοι, που υπηρετούσαν τη θητεία τους, μια και στο λιμάνι του έρχονταν, μέσω της Εύβοιας, από τον Εύξεινο Πόντο τα σιτηρά στην Αττική. Ακολουθήσαμε τον δρόμο με τους ταφικούς περιβόλους, κοντά στους οποίους η ξεναγός μας έδωσε τις σχετικές με τα ταφικά μνημεία λεπτομέρειες, μας έδειξε και κάποιες αναπαραστάσεις τους και προχωρήσαμε προς τους δύο ναούς, της Νεμέσεως και της Θέμιδος. Μεγαλύτερος ο πρώτος, ημιτελής, απ΄ό,τι έχουν συμπεράνει οι αρχαιολόγοι, και μικρότερος ο δεύτερος ναός, δωρικοί ναοί και οι δύο, δίπλα-δίπλα, αγναντεύουν τη θάλασσα και την Εύβοια απέναντι, καθώς και τον υπόλοιπο οικισμό και το φρούριο σε ένα κατώτερο επίπεδο. Ευτυχώς οι πεζοπόροι μπόρεσαν στη διαδρομή τους έπειτα να δουν από μακριά και ψηλά όλο τον οικισμό με το φρούριο, η νότια, κύρια, πύλη του οποίου ήταν αρκετά ευδιάκριτη, καθώς η μέρα ήταν καθαρή. Ποιος ξέρει πότε επιτέλους θα μπορεί ο επισκέπτης να φτάνει φυσιολογικά ως εκεί και να βλέπει από κοντά τον χώρο αυτό! Μετά την ξενάγηση, η οποία διήρκεσε σχεδόν μια ώρα, φύγαμε με τα πόδια 58 πεζοπόροι για δύο διαδρομές, ενώ οι 10 “τουρίστες” έφυγαν με το ένα πούλμαν. Μέχρι ένα σημείο λίγο πιο πέρα από τον αρχαιολογικό χώρο η πορεία και των 58 ήταν κοινή. Από εκεί και πέρα 19 άτομα μπήκαν μέσα στο φαράγγι του Ραμνούντα και βγαίνοντας από αυτό ακολούθησαν τον δρόμο ως το Σέσι , περνώντας κάτω από το φρούριο, την ακρόπολη και τον αρχαίο οικισμό με το γυμνάσιο, το θέατρο, αγορά, μικρά ιερά και τάφους, σταματώντας για λίγο στην παραλία του Λιμνιώνα. Εκεί πλησίασαν τις εγκαταστάσεις για τη μεταφορά δια θαλάσσης του μεταλλεύματος που εξορυσσόταν στην περιοχή, από τις οποίες σήμερα βλέπει κανείς τους δυο πύργους μέσα στη θάλασσα και τον πανύψηλο αναλημματικό τοίχο. Κατέληξαν κι αυτοί στο  μεγάλο Σέσι, στην όμορφη παραλία, μετά από 4, 5 ώρες πορεία. Εκεί είχαν καταλήξει νωρίτερα, μετά από μια πορεία 3,5 περίπου ωρών  και οι υπόλοιποι 39 πεζοπόροι, που έκαναν μια στάση στη μικρή παραλία του Ραμνούντα, με το εκκλησάκι της Αγ. Μαρίνας,  στο σημείο, όπου εκβάλλει ο χείμαρρος που διατρέχει το φαράγγι του Ραμνούντα. Εκεί σώζονται και λιγοστά ερείπια του αρχαίου λιμανιού. Όταν έφτασαν όλοι οι πεζοπόροι στο Σέσι, όπου μάλιστα κάποιοι έκαναν και μπάνιο, άλλοι τσίμπησαν κάτι ή έκαναν βολτίτσες, με το πούλμαν βρεθήκαμε στην παραλία του Μαραθώνα για φαγητό ή καφέ. Εκεί συναντήσαμε και τους τουρίστες, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν πιει το καφεδάκι τους στο πορθμείο της Αγ. Μαρίνας, αγναντεύοντας τα Στύρα απέναντι, έκαναν μικρή πορεία στο Κωπηλατοδρόμιο και κατέληξαν σε κάποιο από τα παραλιακά ταβερνάκια για φαγητό. Επιστρέψαμε νωρίς στη Νίκαια, έχοντας επισκεφθεί έναν άγνωστο στους πολλούς αρχαιολογικό χώρο και έχοντας απολαύσει την πεζοπορία μας σε όμορφα μονοπάτια, ντυμένα ήδη με τα ανοιξιάτικά τους ρούχα...και με πολλά χορταράκια, για να μην ξεχνάμε κι αυτή τη δραστηριότητα των Φυσιολατρών!