Ξεκινήσαμε Πέμπτη πρωί , 12 Απριλίου, γύρω στα 40 άτομα, για Εθνική Οδό Αθηνών-Λαμίας, όπου κάναμε δυο σύντομες στάσεις για τις μικρές ... ανάγκες μας. Τελικός προορισμός μας το “βουνό των Κενταύρων” και της θερινής κατοικίας των θεών του Ολύμπου, το Πήλιο. Συγκεκριμένα, το 4ήμερο αυτό, θα κινούμαστε στο Νότιο Πήλιο, το Παλιό Τρίκερι και τη Σκιάθο.

Ήμαστε στον Βόλο το μεσημεράκι και σε λίγη ώρα ανηφορίζαμε προς τον Άγιο Γεώργιο, αφήνοντας πίσω μας μια πανέμορφη θέα προς τον Παγασητικό κόλπο.

Σταματήσαμε για προσκύνημα στη γυναικεία Μονή Ταξιαρχών, όπου μας έγινε θερμή υποδοχή στον νέο ναό, εκτός του κυρίως μοναστηριού, με σύντομη ξενάγηση και δέηση υπέρ ημών...

Η Μονή έχει τη μορφή του γνωστού αθωνικού τετραγώνου με τον ναό στη μέση, σύμφωνα με το πρότυπο των αγιορείτικων μονών.

Κατόπιν μεταβήκαμε στο παλαιό Καθολικό του μοναστηριού, όπου θαυμάσαμε τις σπάνιες αγιογραφίες και το αριστουργηματικό ξυλόγλυπτο τέμπλο με τις εξαιρετικές εικόνες του 1772. Ανάμεσά τους η ονομαστή και θαυματουργή εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, του 12ου αι. Αφού ακούσαμε όσα είχε να μας πει για το μοναστήρι η  “ξενοδόχος” μοναχή και κεραστήκαμε δροσερό νεράκι και κουραμπιεδάκι, απλώσαμε στα τραπέζια του εξωτερικού χώρου της μονής τα καλούδια του κρύου γεύματος, που συνήθως κερνάει ο “Φυσιολάτρης”, τυροπιτάκια, σπανακοπιτάκια, σαλάτα, φρούτα και γλυκίσματα...Τα συνοδέψαμε με κρασάκι ή τσίπουρο, απολαμβάνοντας και τη θέα προς τα κάτω, και φύγαμε χορτάτοι για την πορεία μας οι 23 πεζοπόροι και οι τουρίστες για Άγιο Γεώργιο, Πινακάτες, Βυζίτσα και Μηλιές. Η πεζοπορία ξεκίνησε λίγο έξω από το όμορφο παραδοσιακό χωριό του Αγ. Γεωργίου. Περάσαμε κάτω από το Μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, το οποίο είναι χτισμένο από το 1816 πάνω στα απομεινάρια ενός ενετικού κάστρου, σε βραχώδη λόφο, στην Άνω Γατζέα και, ξεπερνώντας ... κάποια εμπόδια στον δρόμο μας, φτάσαμε στις γραμμές του θρυλικού “Μουτζούρη”, λίγο πιο πέρα από τον σταθμό της Άνω Γατζέας. Από εκεί και πέρα βαδίζαμε παράλληλα με αυτές ως τις Μηλιές, όπου καταλήξαμε μετά από 4 περίπου ωρίτσες. Στη διαδρομή μας συναντούσαμε πολλές καλοφτιαγμένες πετρογέφυρες και καμάρες, κάτω από τις οποίες ή πάνω στις οποίες περνούσε το περίφημο τρενάκι του Πηλίου, όπως αυτή του Ογλά. Δέος σου προξενούν οι μεγάλες κοιλαδογέφυρες, ιδίως όταν κοιτάζεις κάτω στο χάος, στις βαθιές και καταπράσινες χαράδρες ... Περάσαμε και από μια-δυο σήραγγες, χωρίς όμως να έχουμε τον φόβο μήπως περάσει το τρένο, μια και ακόμα δεν έχει αρχίσει τις βόλτες του. Δίπλα στις γραμμές και σε ένα δροσερό σημείο σταματήσαμε και κολατσίσαμε όλοι μαζί παρέα, με ό,τι είχε πάνω του ο καθένας, και, αφού ξεκουραστήκαμε και ξεδιψάσαμε, συνεχίσαμε περνώντας πάνω κι από ποταμάκια, αγναντεύοντας κιόλας διάφορα παραθαλάσσια χωριά, όπως η Κάτω Γατζέα, η Κορώπη, τα Καλά Νερά, η Άφησσος πιο πέρα και άλλα.  Μέχρι κάτω στο Τρίκερι, που κλείνει τον Παγασητικό, μπορούσε να φτάσει η ματιά μας... Πλησιάζοντας στις Μηλιές περάσαμε πάνω κι από τη μοναδική μεταλλογέφυρα του τρένου, της οποίας επίσης τη μελέτη και την κατασκευή, στις αρχές του 20ού αιώνα, επιμελήθηκε ο Ιταλός μηχανικός Εβαρίστο ντε Κίρικο, πατέρας του γνωστού ζωγράφου Τζιόρτζιο. Λίγο μετά από αυτήν βρεθήκαμε και στον χαριτωμένο και κομψότατο σταθμό των Μηλεών, φρεσκοβαμμένο και ολοκάθαρο, έτοιμο να δεχτεί την έναρξη της νέας περιόδου κυκλοφορίας του “Μουτζούρη”...

Λίγο πριν φτάσουμε στον σταθμό, συναντηθήκαμε με όσους φίλους τόλμησαν να κατηφορίσουν το καλντερίμι από το χωριό ως κάτω, για να φτάσουν ως τη μεταλλική γέφυρα του Εβαρίστο ντε Κίρικο και ίσως ακόμα πιο πέρα... Μέχρι τότε είχαν επισκεφθεί τους Πινακάτες, τη Βυζίτσα και τα αξιοθέατα στις Μηλιές.

Οι Πινακάτες είναι ένα ήσυχο αγροτικό χωριό, με πετρόχτιστες πλατείες, καλντερίμια, ανακαινισμένα αρχοντικά και μια πολύ όμορφη φύση ολόγυρα. Στην κεντρική πλατεία του χωριού βλέπεις έναν γερο-πλάτανο 500 ετών, τον ναό του Αγ. Δημητρίου και μια μαρμάρινη κρήνη με λεοντοκεφαλές, από το 1894. Εδώ, στον οικισμό “Ογλάς” κάνει στάση το τρενάκι. Στον διατηρητέο οικισμό της Βυζίτσας οι τουρίστες περιπλανήθηκαν στα λιθόστρωτα καλντερίμια, θαυμάζοντας τα αναπαλαιωμένα αρχοντικά, τα παραδοσιακά πηλιορείτικα σπίτια, τους όμορφους πύργους, τις πέτρινες βρύσες και την πλούσια βλάστηση στο εσωτερικό του οικισμού. Στην κεντρική μεγάλη πλατεία με τα πανύψηλα πλατάνια και τη σκεπαστή κρήνη της Μούσγας, του 1888, επισκέφθηκαν την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, που χρονολογείται από το 1725, αλλά και ... τον Γυναικείο Συνεταιρισμό “Εσπερίδες” για γλυκά κουταλιού και μαρμελάδες και άλλα καλούδια.

Στη γραφική γειτονιά Αργυραίικα κάνει στάση και το τρενάκι, όταν την άνοιξη πια αρχίζει τις διαδρομές του...

Στις Μηλιές, από τα πιο γραφικά χωριά του Πηλίου, επισκέφθηκαν τον ναό των Ταξιαρχών με την εξαιρετική ακουστική, το Τοπικό Λαογραφικό Μουσείο με αντίγραφο της σημαίας της Επανάστασης του Πηλίου, με τοπικές ενδυμασίες, πλούσιο φωτογραφικό υλικό και άλλα εκθέματα, μέσα από τα οποία ο επισκέπτης ενημερώνεται για την ιστορία του χωριού και την παραδοσιακή ζωή των κατοίκων του και φυσικά για το τρενάκι, τον θρυλικό “Μουτζούρη” και την ιστορία του.

Αναχωρήσαμε από τις Μηλιές, όλοι μαζί, το απογεματάκι για την Άφησσο, σε δυο ξενοδοχεία της οποίας θα καταλύαμε. Η Άφησσος είναι ένα πολύ τουριστικό παραθαλάσσιο θέρετρο, που με την πρώτη ματιά θυμίζει νησί, με δυο όμορφες παραλίες, την Καλλιφτέρη και τον Αμποβό και ένα μικρό λιμανάκι, με πολλά ξενοδοχεία και αμφιθεατρικά χτισμένα σπιτάκια στον οικισμό.

Βρίσκεται κοντά στο χωριό Αφέτες, όπου σύμφωνα με την παράδοση, σταμάτησε η μυθική Αργώ, για να εφοδιαστούν οι Αργοναύτες με νερό.

Πήραμε τα δωμάτιά μας και κατεβήκαμε σε λίγη ώρα για το δείπνο. Τρώγαμε κάθε βράδυ στο ένα από τα δύο ξενοδοχεία, το πιο κεντρικό.

Κάναμε τη βολτίτσα μας και πήγαμε για ξεκούραση.

Παρασκευή, 13 Απριλίου, μετά το πρωινό φύγαμε για Αργαλαστή, Μηλίνα, Τρίκερι. Λίγο πριν το νέο Τρίκερι αφήσαμε τους πεζοπόρους μας, οι οποίοι θα έρχονταν στον Αλογόπορο, περνώντας πάνω από τον Θεριάκοντα, την ομώνυμη παραλία, κάνοντας μια 3ωρη πορεία. Οι υπόλοιποι επισκεφθήκαμε το νέο Τρίκερι, το οποίο πανηγύριζε εκείνη τη μέρα της Ζωοδόχου Πηγής. Μόλις είχε σχολάσει η εκκλησία και ίσα-ίσα που προλάβαμε να προσκυνήσουμε την καταστόλιστη εκκλησούλα στην άλλη άκρη του χωριού...Εκεί μάθαμε από την κ. Ευθαλία και τις λεπτομέρειες για το πανηγύρι του απογεύματος. Η ίδια θα έντυνε τις κοπέλες του χωριού με τις παραδοσιακές Τρικεριώτικες φορεσιές, η ίδια που τις είχε ράψει κιόλας... Επιστρέψαμε στην πλατεία, για να πιούμε ένα καφεδάκι στη δροσερή πλατεία, να περιηγηθούμε στα καλντερίμια, να ανηφορίσουμε ως τον ναό της Αγίας Τριάδας, στο ψηλότερο σημείο, με τον περίφημο “Θρόνο του Ναπολέοντα”, τον δεσποτικό θρόνο, δηλαδή, τον κατασκευασμένο στη Βαρκελώνη. Δυστυχώς λόγω της γιορτής ήταν κλειστά και δεν μπορέσαμε να μπούμε μέσα και να τον δούμε και αυτόν και το ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο της εκκλησιάς... Αγναντέψαμε όμως από εκεί ψηλά ως πέρα στη Στερεά και την Εύβοια, βγάλαμε φωτογραφίες και, για να ... παρηγορηθούμε για την “ απώλεια”, κάναμε και μια επίσκεψη στον Γυναικείο Συνεταιρισμό, απ΄όπου αγοράσαμε τον περίφημο μπακλαβά, γλυκά κουταλιού, κουραμπιέδες και άλλα αμαρτωλά πράγματα... Την κανονισμένη ώρα όλοι οι “τουρίστες” φύγαμε για Αλογόπορο, όπου πήραμε το καραβάκι για το παλιό Τρίκερι, την αρχαία Κικύνηθο, με συννεφιά και κάπως ζεστό καιρό. Αυτό απέτρεψε κάποιους να ανηφορίσουν ως τη Μονή της Ευαγγελίστριας στην κορυφή του λόφου του νησιού.  Ήταν αρκετοί όμως αυτοί που έφτασαν στο μοναστήρι ακολουθώντας το μονοπατάκι των 800 περίπου μέτρων ως εκεί, περνώντας μέσα από τον οικισμό. Σε τοίχο στην πρόσοψή του υπενθυμίζεται στους επισκέπτες ότι από το νησί πέρασαν 5.000 γυναίκες εξόριστες λόγω φρονημάτων σε χρόνια δύσκολα, από το 1948 ως το 1953. Στο Καθολικό μας ξενάγησε η κυρία Ματούλα, η οποία διαμένει με τη μητέρα της εντός της Μονής και φροντίζει για τη φύλαξη των χώρων και των κειμηλίων της. Το μοναστήρι χτίστηκε πάνω σε πρωτοχριστιανικό ναό του Ευαγγελισμού με ψηφιδωτά δάπεδα. Και αυτός, όπως και άλλοι ναοί του νησιού, καταστράφηκαν είτε από σεισμούς είτε από πυρπολήσεις και πειρατικές επιδρομές τον 9ο και 10ο αι. Τότε ήταν που αναγκάστηκαν οι κάτοικοι του νησιού να καταφύγουν στην αντικρινή ακτή και να ιδρύσουν εκεί το σημερινό Τρίκερι, στο σημείο, όπου σβήστηκαν, όπως λέει η παράδοση, τα 3 κεριά που κρατούσαν...

Το Καθολικό της Μονής έχει πηλιορείτικο ύφος ( τρίκλιτη βασιλική με σαμαρωτή στέγη και τρούλο ) και γύρω τετράγωνο διώροφο οικοδόμημα για τα κελιά στον επάνω όροφο και αποθηκευτικούς χώρους στο ισόγειο. Στα ευρύχωρα κελιά μπορεί κανείς να διαμείνει, όποτε θελήσει, με ελάχιστο αντίτιμο ...   Ακολουθώντας έπειτα τις πινακίδες, μια μικρή ομάδα περπάτησε ως το θέατρο των πολιτικών κρατουμένων, τα ερείπια των φυλακίων, τις σκηνές των εξορίστων και τη δεύτερη προβλήτα του νησιού. Σχεδόν τίποτα άλλο δεν θυμίζει σήμερα τις τραγικές στιγμές που έζησαν εκεί αυτές οι γυναίκες ούτε κι η φύση μπορεί να μαρτυρήσει τίποτα ... Καθώς κατηφορίζαμε προς το λιμάνι είχαν ήδη αρχίσει να έρχονται και οι φίλοι μας οι πεζοπόροι, οι οποίοι επίσης επισκέφθηκαν τη Μονή και κατέβηκαν έπειτα για φαγητό στα δυο ταβερνάκια δίπλα στην κεντρική προβλήτα του μικρού οικισμού. Αφού φάγαμε και ήπιαμε καλά και κάναμε μια μικρή βολτίτσα στον οικισμό, μας πήραν “με δόσεις” τα πλοιάρια και μας έφεραν απέναντι στον Αλογόπορο και το πούλμαν μας. Το πανηγύρι μας περίμενε κι έτσι όλοι βρεθήκαμε πάλι στο χωριό, για να μείνουμε κάποια ώρα και να απολαύσουμε τους χορούς που χόρευαν τα κορίτσια με τα περίτεχνα και με πολλά χρώματα φορέματα στο χοροστάσι δίπλα στον μικρό και χαριτωμένο ναό του Αγ. Νικολάου. Μια και ήταν ανοιχτός, μπήκαμε μέσα, να ανάψουμε ένα κεράκι και να προσκυνήσουμε. Κάποιοι πρόλαβαν να δουν και την Αγ. Τριάδα, η οποία είχε μείνει ανοιχτή για λίγο, άλλοι ήπιαν το καφεδάκι ή το αναψυκτικό τους στην πλατεία, όπου έφταναν κι οι ήχοι από τις παραδοσιακές μουσικές.

Επιστρέψαμε στην Άφησσο, αφήνοντας πίσω μας το λιμανάκι με τα σκάφη στις Κόττες, αριστερά μας τη μικρή και χαριτωμένη παραλία Αύρα, τη νησίδα του Αλατά, με το μοναστήρι των Αγίων Τεσσαράκοντα, αφού κάναμε μικρή στάση στην παραθαλάσσια και χαριτωμένη Μηλίνα, περπατώντας από τη μια άκρη της ως την άλλη. Ήταν μια όμορφη βόλτα, καθώς έπεφτε σιγά- σιγά ο ήλιος...

Πήραμε το δείπνο μας στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου κάναμε τη βόλτα μας ως την παραλία Καλλιφτέρη και πήγαμε για ύπνο.

Σάββατο, 14 Απριλίου, πήραμε τον δρόμο για Αργαλαστή, το διοικητικό κέντρο και κόμβο της περιοχής, και τον Κατηγιώργη για την επίσκεψή μας στο Nησί του Παπαδιαμάντη”. Περάσαμε από το αρχοντοχώρι του Νοτίου Πηλίου, τον Λαύκο, ένα ιδιαίτερο χωριό, με εντυπωσιακή μεγάλη πλατεία, πετρόκτιστα καλντερίμια, “καλιντρίμια”, όπως τα αποκαλούν οι ντόπιοι, πετρόκτιστες βρύσες και πολλά πηλιορείτικα αρχοντικά. Διαθέτει Μουσείο Ραδιοφώνου, το ένα από τα δύο που υπάρχουν στην Ελλάδα, Λαογραφικό Μουσείο και το Φάμπειο Μουσείο, με έργα του εικαστικού Αθαν. Φάμπα. Μια καταχνιά είχε απλωθεί στο μικρό χωριό του Αγίου Γεωργίου και στη θάλασσα κυρίως, σε σημείο που να μην μπορείς να δεις περισσότερο από 100 μ. και φυσικά να μην μπορούν να έρθουν στην ώρα τους τα ταχύπλοα από τη Σκιάθο, για να μας παραλάβουν. Με καθυστέρηση σχεδόν τριών τετάρτων της ώρας αναχωρήσαμε με τρία πλοιάρια για Κουκουναριές, την ονομαστή αμμουδερή παραλία του νησιού ( γνωστή και ως Χρυσή Άμμο ), από τις ομορφότερες παραλίες της Ελάδας. Μόλις βγήκαμε, οι πεζοπόροι συγκεντρώθηκαν και ξεκίνησαν την 4ωρη σχεδόν διαδρομή τους γύρω από τη λίμνη Στροφυλιά και ως τις παραλίες του Ξέρξη ( Μανδράκι ), της Αγ. Ελένης, τον όρμο Ελιά και πίσω πάλι στις Κουκουναριές. Κάποιοι από αυτούς έκαναν και τις βουτιές τους στις παραλίες... Μετά το τέλος της πορείας, με λεωφορείο του ΚΤΕΛ ήρθαν μέσα στην πόλη της Σκιάθου, όπου συναντήθηκαν με τους λοιπούς. Στο μεταξύ οι τουρίστες με ναυλωμένο πούλμαν βρέθηκαν πρώτα στη Σκιάθο, όπου έκαναν πρώτα την προγραμματισμένη επίσκεψη στο Σπίτι του Παπαδιαμάντη. Εκεί όπου ο μεγάλος μας συγγραφέας γεννήθηκε το 1851 ξεναγηθήκαμε από την υπεύθυνη στα λιτά δωμάτια του πάνω ορόφου, στο ανώγι, και στον κάτω όροφο, το κατώι, και ξαναμπήκαμε στο πούλμαν.

Σειρά είχε η Μονή της Ευαγγελίστριας ή Βαγγελίστριας, κτισμένη κάτω από την Καραφλυτζανάκα, την ψηλότερη κορυφή της Σκιάθου, στην ενδοχώρα, αφού περάσαμε δίπλα από το αεροδρόμιο, τη λίμνη του Άη Γιώργη, το τελευταίο καρνάγιο του νησιού και κάποιους μικρούς οικισμούς.

Η Μονή οικοδομήθηκε από το 1794 ως το 1806 και κατέστη το προπύργιο των Κολλυβάδων, εκείνων δηλαδή που υποστήριζαν, κατά τη διάρκειας της σχετικής έριδας, ότι τα μνημόσυνα πρέπει να γίνονται Σάββατο και όχι Κυριακή, καθώς διατείνονταν οι “αντίπαλοί” τους... Τέκνα του πνεύματος των Κολλυβάδων υπήρξαν ο Αλέξ. Παπαδιαμάντης και ο ξάδερφός του Αλέξ. Μωραϊτίδης. Στη Μονή γινόταν μια βάπτιση εκείνη την ώρα και, όταν αυτή τελείωσε, ένας μοναχός μας ξενάγησε μέσα στο Καθολικό, όπου επίσης διαπιστώνει κανείς την επίδραση από τις αγιορείτικες μονές. Έχει πλάγιους “χορούς”, λιτή και νάρθηκα και στεγάζεται με 3 τρούλους, τους οποίους επικαλύπτουν γκρίζες σχιστόπλακες. Διαθέτει πλούσιο ξυλόγλυπτο τέμπλο και το Άγιο Βήμα είναι αγιογραφημένο από τον καιρό της Επανάστασης του 1821, από το 1822, από αγιογράφους από τη Γαλάτιστα Χαλκιδικής. Στο μοναστήρι αυτό υφάνθηκε και υψώθηκε η πρώτη γαλανόλευκη ελληνική σημαία. Είναι γνωστό για τον Επιτάφιο της Παναγίας, που τελείται με ιδιαίτερη λαμπρότητα τον 15αύγουστο, ένα μοναδικό έθιμο που απαντάται στη Σκιάθο και σε λιγοστά μέρη της χώρας μας.

 

Άνοιξε για μας και το Εκκλησιαστικό και Λαογραφικό Μουσείο, ιδρυμένο στους χώρους των κελιών, της Τράπεζας, του μαγειρείου, του φούρνου, του ελαιοτριβείου και άλλων βοηθητικών χώρων της Μονής, κάτι που δίνει την ευκαιρία στον επισκέπτη να παρατηρήσει παράλληλα με τα ποικίλα εκθέματα και αυτούς τους χώρους του μοναστηριού. Μέχρι και νοσοκομείο διέθετε το μοναστήρι! Μέσα σε αυτούς τους χώρους εκτίθενται αρκετά κειμήλια, όπλα, σκεύη, εικόνες, σπάνια και παμπάλαια βιβλία και χειρόγραφα.

Στον εκθεσιακό χώρο κάναμε τις αγορές μας, “Aλυπιακό οίνο”, κυρίως, παραγωγή του ίδιου του μοναστηριού, κοσμήματα, γλυκίσματα κ.ά.

Επιστρέφοντας στη Χώρα, ο οδηγός του πούλμαν είχε την καλοσύνη να σταματήσει στη Βρύση του Ταξιάρχη, απ΄όπου πηγάζει το νερό που υδρεύει και την πόλη. Εκεί υπάρχει και μια δεξαμενή με μεγάλα και μικρά χρυσόψαρα. Αφού ξεδιψάσαμε κι εμείς και βγάλαμε φωτογραφίες, κατεβήκαμε στη Σκιάθο για φαγητό και βόλτες στα στενά της. Μέχρι το 1829 οι κάτοικοι του νησιού έμεναν στη μεσαιωνική πρωτεύουσα, στο Κάστρο, στη βορειοανατολική πλευρά του, αλλά αναγκάστηκαν να επιστρέψουν τότε ξανά στην πόλη, εγκαταλείποντάς το οριστικά, λόγω των πολλαπλών κινδύνων που διέτρεχαν παραμένοντας εκεί. Κατά τη Γερμανική Κατοχή η πόλη καταστράφηκε ολοσχερώς και χτίστηκε ξανά μετά τον πόλεμο.

Μαζί και με κάποιους από τους φίλους μας τους πεζοπόρους ανεβήκαμε στο Μπούρτζι, στο βενετσιάνικο Φρούριο, τη μικρή πευκόφυτη χερσόνησο μπροστά στο λιμάνι, που το κόβει στα δυο. Από τη μια είναι το εμπορικό και από την άλλη το παλαιό λιμάνι, το πιο γραφικό, φυσικά, με τα μαγαζάκια, τα ταβερνάκια και τα ψαροκάικα... Κάναμε τον γύρο, είδαμε το παλιό σχολείο, που έχει γίνει τώρα Πολιτιστικό Κέντρο, στην είσοδο του Φρουρίου, δίπλα στις προτομές του Παπαδιαμάντη και του ξαδέρφου του, καθώς και στο άγαλμα του ναύτη στην πλώρη του πλοίου φωτογραφηθήκαμε και αρχίσαμε έπειτα τις βόλτες μέσα στην πόλη... Ανηφορίσαμε στον λόφο με την εκκλησία του Αγ. Νικολάου με το καμπαναριό και το Ρολόι, περπατήσαμε σε μικρά και χαριτωμένα στενάκια, είδαμε και την Παναγία τη Λιμνιά ή Απάνω Παναγιά, στον νάρθηκα της οποίας φυλάσσεται η κάρα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, απ΄έξω μόνο, γιατί ήταν κλειστή, και φάγαμε σε κάποιο ταβερνάκι του παλιού λιμανιού. Στις 5 το απόγευμα, λίγο πριν αναχωρήσουμε για Κουκουναριές, επισκεφθήκαμε και τη Μητρόπολη της Σκιάθου, τους 3 Ιεράρχες, όπου φυλάσσονται εικόνες από τις εκκλησιές του Κάστρου, ο Χορός, το μεγάλο στεφάνι με τον χορό των Προφητών, κάτω από το οποίο γίνονταν, λένε, οι μεσαιωνικοί γάμοι, η θαυματουργή εικόνα της Παναγιάς της Κουνίστρας ή Εικονίστριας και τήμα του ξυλόγλυπτου τέμπλου της Παναγιάς της Πρέκλας ... Εξαιρετικό και μοναδικό στη Μητρόπολη το μαρμάρινο τέμπλο με τα περίεργα γοτθικά τόξα, έργο Τηνιακών, μάλλον, μαρμαρογλυπτών.

Γυρίζοντας στις Κουκουναριές, την τεράστια αμμουδερή παραλία, που είχαμε την ευτυχία να δούμε άδεια και ολοκάθαρη- άνοιξη γαρ!-, περάσαμε το κομψό γεφυράκι με τον λευκό κύκνο από κάτω και κάναμε μια μικρή βόλτα γύρω από τον σπάνιο υδροβιότοπο της λίμνης και οι τουρίστες, που δεν είχαμε την ευκαιρία να την περπατήσουμε το πρωί. Με τα ταχύπλοα γυρίσαμε στον Κατηγιώργη και πήραμε τον δρόμο για τα καταλύματά μας. Μετά το δείπνο βολτίτσα, προετοιμασία για την αναχώρηση της επόμενης μέρας και ... ύπνος!

Κυριακή, 15 Απριλίου, του δύσπιστου Θωμά, ημέρα επιστροφής στα πάτρια αλλά και ημέρα επιστροφής πάλι προς ... Αργαλαστή, για να τη γνωρίσουμε περισσότερο αυτή τη φορά. Πολλές ελιές, αμπέλια, συκιές και άλλα δέντρα περιτριγυρίζουν το χωριό, πολλά και τα χωράφια που καλλιεργούνται στην περιοχή, πλούσιοι οι καρποί που δίνει η γη ακόμα και σήμερα στο χωριό αυτό, πράγμα που έχει οδηγήσει σε ευημερία και αύξηση του πληθυσμού ήδη από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Μπήκαμε πρώτα για προσκύνημα στον ναό των Αγ. Αποστόλων, του 1886, έργο Ζουπανιωτών μαστόρων, στην κεντρική πλατεία, την ώρα που γινόταν η λειτουργία, φωτογραφίσαμε το πανέμορφο μαρμάρινο καμπαναριό, πιστό αντίγραφο εκείνου της Αγ. Φωτεινής της Σμύρνης, και περπατήσαμε στα καλντεριμάκια. Στόχος μας πρώτος να ανακαλύψουμε ... όχι τον Λιόντα τον ληστή αλλά ... το Παρθεναγωγείο, όπου δίδαξε και υπήρξε Διευθυντής ο Κ. Βάρναλης, από το 1910 ως το 1912, και τα νεοκλασικά αρχοντικά του κεφαλοχωρίου. Καμαρώσαμε τις όμορφες λουλουδιασμένες αυλές των σπιτιών, τις πετρόκτιστες βρύσες, τιμήσαμε ... μυρωδάτους φούρνους για το ψωμάκι, την τυροπιτούλα μας και κάτι άλλο νόστιμο, και κάποιοι από εμάς και τις καφετέριες γύρω από την πλατεία για το δεύτερο καφεδάκι μετά το πρωινό... Επόμενος στόχος της μέρας η Μονή Αγ. Νικολάου Πάου, στο Πολιτιστικό και Συνεδριακό Κέντρο του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, πολύ κοντά στην Αργαλαστή.  Χτίστηκε το 1732, πάνω στα ερείπια αρχαίας πόλης, και αγναντεύει τον Παγασητικό κόλπο. Ο υπεύθυνος, με τον οποίο είχαμε προσυνεννοηθεί, μας είχε ήδη ανοίξει το Καθολικό της  Μονής. Θαυμάσαμε τις τοιχογραφίες του, από τον 18ο αιώνα, περιηγηθήκαμε και την αυλή, βγάλαμε φωτογραφίες και αναχωρήσαμε για Βόλο.

Εκεί παραμείναμε ένα δίωρο για φαγητό σε κάποια ταβέρνα ή μεζεδάκια σε τσιπουράδικο, σε ένα από τα πολλά για τα οποία φημίζεται η πόλη του Βόλου, για προσκύνημα στην εκκλησία του Αγ. Κωνσταντίνου, στο ανατολικό άκρο της παραλιακής, στο Δημοτικό Πάρκο, μια σύντομη επίσκεψη στο Αρχαιολογικό Μουσείο, την εκκλησία του Αγ. Νικολάου, τη Μητρόπολη του Βόλου, με τις τοιχογραφίες του Γουναρόπουλου, βόλτες στους μικρούς και χαριτωμένους πεζόδρομους με τις καφετέριες τις γεμάτες νεαρόκοσμο κυρίως, αλλά και στην παραλιακή με τα εμβληματικά κτήρια της Τράπεζας, του Πανεπιστημίου, του Θεάτρου-Κινηματογράφου κ.ά. Φύγαμε “χορτάτοι” από όλες τις πλευρές και μετά από δυο μικρές στάσεις στην Εθνική γυρίσαμε στη βάση μας, στη Νίκαια, έχοντας περάσει 4 μέρες εξαιρετικά, σε αρκετά από τα 24 χωριά του Πηλίου, μέσα στη φύση, σε μέρη που αυτή την εποχή δεν υπάρχει μεγάλη κίνηση, και μακριά, κυρίως, από τη βουή της μεγαλούπολης ...