Με δύο πούλμαν σχεδόν γεμάτα κι έναν πολύ καλό καιρό ξεκινήσαμε, Παρασκευή,  8 Μαρτίου, για Λαμία, όπου κάναμε μια σύντομη στάση, και Λάρισα έπειτα, όπου προσφέρθηκε το “κρύο γεύμα” του “Φυσιολάτρη”, μέσα στον χώρο του Άλσους Αλκαζάρ. Δεν έλειψαν φυσικά και η μουσική υπόκρουση και ο χορός, μια και το κρασάκι γρήγορα δημιούργησε την κατάλληλη διάθεση...

Αφού συμμαζέψαμε και καθαρίσαμε τον τόπο, περάσαμε μέσα από το όμορφο πάρκο, με σκοπό να επισκεφθούμε πρώτα τον Άγιο Αχίλλειο, πολιούχο της Λάρισας, αλλά δυστυχώς τέτοιαν ώρα τον βρήκαμε κλειστό. Θαυμάσαμε το καμπαναριό του το μέγεθός του και προχωρήσαμε προς το “Φρούριο”.

Βρίσκεται σε ένα χαμηλό σχετικά ύψωμα, στο ίδιο σημείο, όπου είχε χτιστεί στην αρχαιότητα η ακρόπολη και αργότερα, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας το Μπεζεστένι, η κλειστή αγορά της πόλης. Σήμερα είναι ένα μνημείο  κλειστό για το κοινό και περιβάλλεται από μια καφετέρια, όπου, αν καθίσεις , μπορείς να απολαύσεις το καφεδάκι σου και την όμορφη  θέα ολόγυρα και προς την πεδιάδα.

Κατηφορίσαμε προς το Α΄Αρχαίο θέατρο της Λάρισας, ελληνιστικής εποχής, από τον 3ο αι. π.Χ. , κλειστό εκείνη την ώρα, αλλά μπορέσαμε να το δούμε ικανοποιητικά και απ΄έξω. Είναι πολύ καλά διατηρημένο, διασώζει σε σημαντικό ύψος το σκηνικό οικοδόμημα, σε καλή κατάσταση την ορχήστρα του και τα εδώλιά του. Δεν αναζητήσαμε και το Β΄Αρχαίο θέατρο, ρωμαϊκής εποχής, από τον 1ο αι. π.Χ., γιατί βρισκόταν μακρύτερα, αλλά στον ίδιο πεζόδρομο είχαμε την τύχη να βρεθούμε μέσα στο διατηρημένο εσωτερικά πολύ καλά χαμάμ, γιατί έχει διαμορφωθεί σε σύγχρονη καφετέρια.

Ο ιδιοκτήτης της μάλιστα είχε την καλή διάθεση να μας ξεναγήσει και να μας εξηγήσει πώς θα καθαριστεί και εξωτερικά, με την απομάκρυνση των καταστημάων που το κρύβουν από τους περαστικούς, αφήνοντας μόνο τον θόλο του θεατό.

 Στο βάθος του πεζόδρομου αντικρίζαμε το Γενί Τζαμί, το οποίο μέχρι πριν λίγα χρόνια φιλοξενούσε το Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης. Αυτό στεγάζεται πλέον σε ένα σύγχρονο κτήριο, 3 χλμ. έξω από την πόλη. Στη βόλτα μας στην πόλη ανακαλύψαμε και τον Μύλο του Παπά, μια καλαίσθητη αρχιτεκτονικά παρουσία, αλευροβιομηχανία κάποτε, το οποίο έχει μετατραπεί σε πολιτιστικό κέντρο και έδρα του Θεσσαλικού Θεάτρου.

Ένα τμήμα των αρχαίων τειχών της πόλης ανακαλύψαμε μέσα στα υπόγεια ενός μεγαλοκαταστήματος.

Εντύπωση μας έκαναν οι πολλοί πεζόδρομοι που διαμορφώνονται στο κέντρο της πόλης, καθώς και οι πολλές πλατείες που διαθέτει και είναι όμορφα διακοσμημένες.Κάποιοι από εμάς κάθισαν για ένα καφέ, ένα γλυκό, ένα αναψυκτικό σε καφετέρια στην κεντρική πλατεία Κ. Κούμα, όπου είδαμε και τα γλυπτά της γνωστής Λαρισαίας γλύπτριας Γκόλαντα και προτομές πνευματικών μορφών της πόλης.

Εκεί ήρθαν και μας παρέλαβαν τα πούλμαν, όταν έφτασε η ώρα της αναχώρησης από την πόλη αυτή, που τα τελευταία εικόνα παρουσιάζει μια όλο και καλύτερη εικόνα.

Περάσαμε τη Λάρισα, τον Πλαταμώνα με το επιβλητικό και πολύ καλά διατηρημένο φράγκικο κάστρο, την Κατερίνη και πήραμε τον δρόμο για τη Θεσσαλονίκη. Φτάσαμε στο ξενοδοχείο μας στη Ν. Αγχίαλο, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη, αργά το απόγευμα και, αφού τακτοποιηθήκαμε και ξεκουραστήκαμε λίγο, κατεβήκαμε για το δείπνο. Περπατήσαμε για λίγη ώρα στον χώρο του καταλύματός μας και πήγαμε για ύπνο.

Η Αγχίαλος ιδρύθηκε από πρόσφυγες της Ανατολικής Ρωμυλίας, οι οποίοι έφεραν από την πατρίδα τους κληματόβεργες και τις φύτεψαν στους κλήρους που τους δόθηκαν. Ήταν το μοναδικό χωριό που πήρε αμπελουργικούς κλήρους. Πρόκοψαν γρήγορα και παράγουν και σήμερα πολύ καλό κρασί και τσίπουρο. Κάνουν και γιορτή κρασιού κάθε χρόνο.

Σάββατο, 9 Μαρτίου, μετά το πρωινό μας, μπήκαμε στο ένα πούλμαν οι πεζοπόροι-ορειβάτες και στο άλλο οι περιηγητές-“τουρίστες” και κατευθυνθήκαμε προς τον Λευκό Πύργο οι πρώτοι, προς την Αρχαία Αγορά οι δεύτεροι, για την ξενάγησή μας σε κάποια βασικά αξιοθέατα της πόλης.

Έτσι, η πρώτη ομάδα μετά τον Πύργο, ξεναγήθηκε στην Αγορά και στον πολιούχο Άγιο Δημήτριο και έφυγε για την πεζοπορία στον Χορτιάτη. Μέσα από το πούλμαν όμως δόθηκε η δυνατότητα, παρέα με την ξεναγό, να δουν αρκετά άλλα ενδιαφέροντα σημεία της πόλης.

Η δεύτερη ομάδα ξεναγήθηκε στη  Ρωμαϊκή Αγορά, στη Βασιλική του Αγ. Δημητρίου, στη Ροτόντα και στον Λευκό Πύργο, σε περισσότερα δηλαδή μνημεία, μια και υπήρχε διπλάσιος χρόνος για ξενάγηση. Από τη Ροτόντα κατεβήκαμε με τα πόδια στην “Καμάρα”, την Αψίδα του Γαλέριου, όπου επίσης έγινε ξενάγηση, όσο αναμέναμε το πούλμαν.

Η ξεναγός μας συνόδεψε και μέσα στο πούλμαν, απ΄όπου μας έδινε στοιχεία για πολλά ακόμα αξιοθέατα, όπως το Τζαμί Αλκαζάρ, τα Οθωμανικά Λουτρά “Παράδεισος”, το Μπεζεστένι, η Παναγία των Χαλκέων, η Πλατεία Αριστοτέλους και άλλα.

Στον Λευκό Πύργο τελείωσε η περιήγηση των τουριστών και υπήρξε χρόνος για όσους ήθελαν να μπουν και μέσα, για να παρακολουθήσουν την έκθεση της ιστορίας της πόλης, αλλά και για να αγναντέψουν από την ταράτσα του κτηρίου, καθώς και για βόλτες στην παραλιακή λεωφόρο Νίκης, στα θεματικά πάρκα.  Δυστυχώς η πολλή ομίχλη δεν επέτρεπε να δεις μακριά ως τα Κάστρα, τις λεωφόρους, ως τον Όλυμπο ακόμα, παρόλο που οι σχετικές πινακίδες, που βρίσκονταν σε όλη την έκταση της ταράτσας ,το υπεδείκνυαν, στα κατάλληλα σημεία του ορίζοντα.

Δεν παρέλειψαν κάποιοι να αγοράσουν μπουγάτσα, τρίγωνα πανοράματος ή και τσουρέκι από ονομαστά καταστήματα που μας σύστησε η ξεναγός μας. Ήταν εξάλλου και η ώρα της πείνας...

Οι πεζοπόροι μετά την ξενάγησή τους  στο Λευκό Πύργο , στην Αρχαία Αγορά και στον Άγιο Δημήτριο μπήκαν στο πούλμαν  και ξεκίνησαν για τον Χορτιάτη όπου θα έκαναν την 3ωρη πεζοπορία τους.

Ο Χορτιάτης είναι το αγαπημένο βουνό των ορειβατών της Θεσσαλονίκης. Δεν είναι από τα βουνά των μεγάλων ορειβατικών συγκινήσεων και το ανέβασμα στην κορυφή του δεν δίνει την ικανοποίηση της ορειβατικής κατακτήσεως, όπως π.χ. ο Μύτικας και το Στεφάνι του Ολύμπου. Δεν έχει μεγάλο ύψος ούτε έκταση, ούτε επιβλητικό όγκο. Είναι ένα από τα πιο μικρά παιδιά της Μακεδονικής γης. Ίσως όμως το πιο χαϊδεμένο, γιατί είναι απλό και καθόλου περήφανο. Διαγράφει στον ορίζοντα μια λεπτή γραμμή και ξεκουράζει το μάτι και άθελα τραβά το βλέμμα του ταξιδιώτη, μόλις πλησιάζει στη Θεσσαλονίκη απ’ την ξηρά ή τη θάλασσα. Ο Χορτιάτης, με την ευκολία που παρουσιάζει στην ανάβασή του, έδωσε σε πολύ κόσμο τη χαρά της γνωριμίας του βουνού. Το κτίσιμο του καταφυγίου στην μαγευτική Θέση Κερασιές (1008μ.), το 1938, 200 μέτρα κάτω απ’ την κορυφή και μιάμιση ώρα περίπου απ’ το τέρμα του αυτοκινήτου (600μ.), έκανε την γνωριμία αυτή, ακόμη πιο προσιτή.

Ο Χορτιάτης υψώνεται Α. της Θεσσαλονίκης, στα όρια της Χαλκιδικής και της πεδιάδας της Θεσσαλονίκης. Έχει κατεύθυνση ΒΔ-ΝΑ και περιβάλλεται από τα υψώματα Κουρί (750μ.) και την κοιλάδα του Ασβεστοχωρίου, τις λίμνες Κορώνεια (Αγ. Βασιλείου ή Λαγκαδά) και Βόλβη, τον Θερμαϊκό Κόλπο και τον Χολομώντα. Η Ψηλή κορυφή του (1201μ.) έχει σχήμα κώνου και τελειώνει σ’ ένα μικρό οροπέδιο 50μ. περίπου. Οι πλευρές του κώνου, που στα Ν. και Ν.Δ. καταλήγουν σε μερικούς χαρακτηριστικούς βράχους, είναι αρκετά απότομες και γενικά γυμνές από μεγάλα δέντρα. Σε αρκετά μέρη φυτρώνουν πουρνάρια, όπως και σ’ όλες τις πλαγιές προς τον Θερμαϊκό και την Θεσσαλονίκη, που είναι και αυτές γυμνές από δέντρα. Αντίθετα η Β. και ΒΑ. έχουν θαυμάσια δόση κυρίως από καστανιές.

Στην αρχαιότητα ήταν όλος σκεπασμένος από πυκνά δάση και γεμάτος άγρια θηρία.

Β.Δ. της μεγάλης κορυφής και χωρισμένη απ’ τον αυχένα Κερασιές (1000μ.) υψώνεται η δεύτερη κορυφή του Χορτιάτη, ο Κολοσούρτης, που παρουσιάζει μια χτυπητή διαφορά από την πρώτη. Έχει μια διαμόρφωση μάλλον σφαιρική και οι πλαγιές της είναι λιγότερο απότομες, και δασωμένες κατά τα τρία τέταρτα.

Στα Ν.Δ. ξεχωριστό απ’ τον κύριο όγκο του βουνού, υψώνεται γυμνή και σε σχήμα πυραμίδας, η κορυφή Λάγαρι (727μ.)

Στην πεδιάδα που εκτείνεται κάτω απ’ την κορυφή Λάγαρι υπάρχουν τα χωριά: Θέρμη, Τριάδι, Μαντζάρηδες και Βασιλικά. Στην ίδια περιοχή είναι και τα Λουτρά Θέρμης, καθώς και το αεροδρόμιο. Στην Ανατ. πλευρά, απάνω σ’ ένα λόφο είναι κτισμένο το χωριό Πανόραμα . Το χωριό αυτό είναι προσφυγικός συνοικισμός και ένα απ’ τα καλύτερα κέντρα παραθερισμού της Θεσσαλονίκης. Στη Β.Δ. πλευρά, στους πρόποδες της κορυφής Κολοσούρτης, είναι το χωριό Χορτιάτης (υψ. 550 μ.). Είναι και αυτό κέντρο παραθερισμού και η συνηθισμένη αφετηρία για την ανάβαση στην κορυφή. Οι πεζοπόροι αφού παρέλαβαν τον οδηγό βουνού από την πλατεία του χωριού ανέβηκαν προς το καταφύγιο του Χορτιάτη. Εκεί έκαναν μια κυκλική διαδρομή μέσα στο υπέροχο Καστανοδάσος πεζοπορώντας σε μονοπάτι και σε χωματόδρομους.

Εδώ στο Χορτιάτη λίγο πριν εφευρεθούν τα ψυγεία  συντηρούσαν τον πάγο σε βαθουλώματα σε στρώσεις μία πάγο και μία κλαριά δέντρων και από εδώ με μουλάρια μετέφεραν τον πάγο μέσα σε λινάτσες και τον πουλούσαν στη Θεσσαλονίκη. Από το Χορτιάτη έφερναν την παλαιά εποχή νερό στην πόλη και ακόμα και σήμερα βλέπεις τα απομεινάρια των πήλινων σωλήνων από όπου περνούσε το νερό. Εδώ περπάτησαν οι πεζοπόροι και από ψηλά αγνάντεψαν τη πόλη της Θεσσαλονίκης και ολόκληρο το Θερμαϊκό κόλπο μέχρι απέναντι στον Όλυμπο. Επιστρέφοντας  στο πούλμαν φύγανε για το Χορτιάτη για να γευματίσουν. Εδώ συνάντησαν και τους τουρίστες  που ήδη είχαν φτάσει στον  Χορτιάτη. Το χωριό ίσως πήρε το όνομά του από τη Μονή Χορταΐτου, η οποία σήμερα σώζεται σε ερείπια.

Εδώ κάναμε μια βόλτα ως το μνημείο του ολοκαυτώματος, για τους 149 νεκρούς , στο θυσιαστήριο-ναΰδριο του Αγ. Μάμα, τον Φούρνο, όπου οι Γερμανοί έκαψαν 70 άτομα, και στα δρομάκια του χωριού. Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 ο οικισμός καταστράφηκε ολοσχερώς σε αντίποινα του θανάτου ενός στρατιώτη. Αυτή είναι η γνωστή Σφαγή του Χορτιάτη.

Φύγαμε για το ξενοχοδείο μας, περνώντας πάλι δίπλα από το Ρωμαϊκό υδραγωγείο, το οποίο κάποτε ύδρευε την πόλη της Θεσσαλονίκης.

Ξεκουραστήκαμε, ετοιμαστήκαμε, μασκαρευτήκαμε για το δείπνο-γλέντι στα Λαδάδικα της Θεσσαλονίκης, σε μια ταβέρνα που είχαμε κλείσει. Στη διάρκεια του φαγητού αλλά και μετά, ως τις 12 περίπου, η ζωντανή μουσική ξεσήκωσε τους περισσότερους από εμάς, χορέψαμε και τραγουδήσαμε. Βρήκαμε όμως και λίγο χρόνο για νυχτερινή περιήγηση στην όμορφη συμπρωτεύουσα, πλησιάζοντας μνημεία που μας είχαν δείξει οι ξεναγοί μας στην πρωινή ξενάγηση, όπως το Μπεζεστένι, το Αλκαζάρ, τα χαμάμ, η αγορά Μοδιάνο και άλλα.

Στην επιστροφή το κέφι συνεχίστηκε και μέσα στο πούλμαν, στο ένα τουλάχιστον...

Την Κυριακή, της Τυρινής ή Τυροφάγου, μετά το πρωινό μας, αναχωρήσαμε με πολλή ομίχλη, για τη Χαλκιδική. Περάσαμε πάνω από τις λίμνες Βόλβη και Κορώνεια ( Λαγκαδά), τα Μακεδονικά Τέμπη, τον ποταμό Ρηχειά και φτάσαμε στην Ολυμπιάδα, το χωριό δίπλα στα αρχαία Στάγειρα, την πατρίδα του μεγάλου φιλοσόφου Αριστοτέλη.

Εκεί ξεναγηθήκαμε από ξεναγό που ήρθε από τα Μουδανιά, πρώτα όλοι μαζί στην ακρόπολη των αρχαίων Σταγείρων. Ανηφορίσαμε στην τριγωνικού σχήματος ακρόπολη, με τη δεξαμενή και τους πύργους της, την περπατήσαμε για λίγο κι έπειτα έφυγαν οι πεζοπόροι μας για τους καταρράκτες της  Βαρβάρας.  Οι πεζοπόροι περπάτησαν σε ένα μονοπάτι που οδηγεί από τις εγκαταστάσεις των  μεταλλείων χρυσού στην Χαλκιδική 

μέχρι τους καταρράκτες. Ένα αρχέγονο δάσος από οξιές, ιταμούς, καστανιές, βελανιδιές και αμέτρητων άλλων αιωνόβιων δέντρων που δυστυχώς απειλείται. Πρόκειται για έναν παράδεισο της ορεινής Χαλκιδικής που γίνεται ολοένα και γνωστότερος, έχοντας μόνο σαν ανοιχτές πληγές τους σωρούς χώματος από τα χρυσωρυχεία της περιοχής.

Οι καταρράκτες της Βαρβάρας είναι δύο στον αριθμό και ανταγωνίζεται ο ένας τον άλλο σε γοητεία. Βρίσκονται στο δάσος της Κηπουρίστρας στην ευρύτερη περιοχή του Χολομώντα και το νερό τους τροφοδοτεί το Μαυρόλακα που εκβάλει στην Ολυμπιάδα. Πεζοπορώντας λοιπόν δίπλα στο ποταμάκι πρώτα στην αριστερή του όχθη  και στη συνέχεια  στη  δεξιά του, ανηφορίζουμε προς τον πρώτο καταρράκτη. Ο καταρράκτης εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά μας σε μια στροφή του μονοπατιού και μας αφήνει άφωνους από την ομορφιά του. Πέφτει από αρκετό ύψος και σχηματίζει μια λιμνούλα που τους ζεστούς μήνες μπορείς να κολυμπήσεις και να δροσιστείς. Αριστερά από τον καταρράκτη υπάρχει μια σκάλα που σε ανεβάζει  το πάνω μέρος του και από εκεί μπορείς να συνεχίσεις για τον δεύτερο καταρράκτη. Πεζοπορώντας 200 μέτρα συναντάς χωματόδρομο  όπου μέχρι εδώ μπορούν να φτάσουν αυτοκίνητα 4χ4  σε απόσταση  10 λεπτών από τους καταρράκτες. Υπάρχει  ένα ξύλινο κιόσκι και μια ενημερωτική πινακίδα του Δήμου με πληροφορίες για τους  καταρράκτες. Συνεχίζοντας για τον δεύτερο  Καταρράκτη ακολουθήσαμε τη επιγραφή που  μας οδήγησε σε ένα καθαρό μονοπάτι που εναλλάσσεται με μερικά ξύλινα γεφυράκια. Η απόσταση του δεύτερου καταρράκτη από τον πρώτο  είναι περίπου 500 μέτρα και η θέα του  σε αποζημιώνει.

Στο τέλος της ήπιας διαδρομής ο περιπατητής βρίσκεται στη βάση του, θαυμάζοντας  από την κάτω πλευρά τον υπέροχο αυτό διπλό καταρράκτη. Αφού καθίσαμε λίγο για να απολαύσουμε και να φωτογραφηθούμε και σε αυτόν τον καταρράκτη πήραμε τον ίδιο δρόμο  και επιστρέψαμε στα Καλύβια όπου μας περίμενε το πούλμαν και φύγαμε για τον Σταυρό για να γευματίσουμε.

Εν τω μεταξύ οι τουρίστες μετά την επίσκεψη στην ακρόπολη των Σταγείρων μπήκαν  στο πούλμαν και πήγαν  στον 2ο λόφο, σε χαμηλότερο επίπεδο, όπου απλωνόταν η πόλη, με την αγορά της και το στωικό οικοδόμημα, τα ιερά, τους αποθηκευτικούς της χώρους, τους λιθόστρωτους δρόμους και τα τείχη της, φυσικά, τα οποία κατηφορίζουν ως κάτω στη θάλασσα, όπου βρισκόταν το λιμάνι της πόλης. Εκεί πάνω, κοντά σε ένα αψιδωτό ιερό και τμήμα του βυζαντινού τείχους υποστηρίζεται ότι βρίσκεται ο τάφος-ηρώο του Αριστοτέλη.

Μετά το πέρας της ξενάγησης οι τουρίστες επισκέφθηκαν και το Πάρκο του Αριστοτέλη, δίπλα στα νέα Στάγειρα. Εκεί απολαύσαμε αφ΄ενός τη θέα προς τη θάλασσα και τον κόλπο της Ιερισσού, αλλά, κυρίως, με τα πειραματικά όργανα που έχουν επί τούτου κατασκευαστεί, βασισμένα στα όσα περιγράφει ο Αριστοτέλης στο έργο του “Φυσικά”, κυρίως. Παίξαμε , μικροί και μεγάλοι, με τον φακό, βάζοντας φωτιά σε ένα κομμάτι χαρτί ή ένα φυλλαράκι, με το πεντάφωνο, κάνοντας τις δικές μας συνθέσεις, με το εκκρεμές, τον υδροστρόβιλο, τα παραβολικά κάτοπτρα, τους οπτικούς δίσκους και τα άλλα όργανα.

Τραβήξαμε τις φωτογραφίες και δίπλα στο άγαλμα του φιλοσόφου, έργο του γλύπτη Νικόλα, και διαβάσαμε όλες τις πλάκες με εδάφια από το έργο του Αριστοτέλη, κοντά σε καθένα από τα πρωτότυπα διαδραστικά όργανα.

Στον χώρο του Πάρκου βλέπει κανείς τα ερείπια του Μαχαλά, της πρωτεύουσας των Μαντεμοχωρίων : τμήμα από το Κονάκι του Μαδέμ Αγά, κυρίαρχου των Μαντεμοχωρίων, τον υπό αναστύλωση Πύργο του, και λίγο πιο πάνω, στο λοφάκι, τα οθωμανικά λουτρά και το τζαμί. Εκεί βρισκόταν κάποτε το διοικητικό κέντρο των Σιδηροκαυσίων.

Επιστρέψαμε στην Ολυμπιάδα, κάναμε μια σύντομη περιήγηση στο γραφικό και πανέμορφο χωριό, χαιρετίσαμε την προτομή του Μεν. Λουντέμη, που καταγόταν από αυτό το χωριό, αγναντέψαμε και το νησάκι Κάπρος απέναντι, όπου είχε εξοριστεί η Ολυμπιάδα, όπως λέγεται, και αναχωρήσαμε για τον Σταυρό.

Εκεί συναντήσαμε και τους ορειβάτες μας, οι οποίοι επίσης είχαν κάνει τη στάση τους για κάποιο πρόχειρο φαγητό. Όλοι μαζί φύγαμε έπειτα για τον Σοχό, όπου θα παρακολουθούσαμε τα αποκριάτικα δρώμενα.

Ανηφορίσαμε προς το χωριό, ενώ έφταναν μέχρι κάτω στον χώρο της στάθμευσης των λεωφορείων μας οι ήχοι από τα μουσικά όργανα. Συναντήσαμε τις πρώτες παρέες στον χώρο όπου βρίσκεται το πολύ ενδιαφέρον Λαογραφικό Μουσείο. Όσοι ήθελαν το επισκέφτηκαν και πήραν αρκετές πληροφορίες για το χωριό, αλλά και για την ξεχωριστή φορεσιά του “Μέριου”, όπως ονομάζουν τον μασκαρεμένο κουδουνοφόρο οι ντόπιοι. Μάλιστα σε ένα μικρό χώρο απέναντι από το μουσειάκι όποιος ήθελε μπορούσε όχι μόνο να παρακολουθήσει τις φάσεις κατασκευής της μάσκας-προσωπίδας με τα μακριά μουστάκια και του καλπακίου της φορεσιάς, αλλά και να τα φορέσει και να φωτογραφηθεί με την κεφαλοστολή.

Είναι πράγματι εντυπωσιακή η φορεσιά, πέρα από το ψηλό και πολύχρωμο καλπάκι, με την κόκκινη σάρπα, τα κεντητά μανικέτια, το χοντρό και βαρύ μπατάλι, το μεγαλύτερο δηλαδή κουδούνι αλλά και τα κυπριά, τα μικρότερα, που κρεμούν ολόγυρα στη μέση οι κουδουνοφόροι. Φορούν μαύρες προβιές και περίεργα τσαρούχια επίσης.

Ανεβήκαμε στην κεντρική πλατεία με τον ναό του Αγ. Γεωργίου, από τον 18ο αι., όπου βρισκόταν ο περισσότερος κόσμος, στις καφετέριες, τις ταβέρνες αλλά και στον ανοιχτό χώρο. Η μουσική δυνατή και η κίνηση μεγάλη, αλλά όχι τόσο πολύ, καθώς μας είπαν, γιατί η παρωδία γάμου, το βασικό έθιμο της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς στον Σοχό, είχε λάβει χώρα από το πρωί ως το μεσημέρι.

Επισκεφθήκαμε την πραγματικά εντυπωσιακή στο εσωτερικό της εκκλησία του χωριού, αφού διαθέτει περίεργη και χρωματιστή οροφή, ξύλινους γυναικωνίτες, ωραίο τέμπλο και ξύλινο επίσης άμβωνα και ιδιαίτερο ζωγραφικό διάκοσμο, από λαϊκούς ζωγράφους. 

Αφού χορέψαμε και κάναμε τις βόλτες μας στο χωριό, το οποίο, δυστυχώς, δεν σώζει παρά ελάχιστα παραδοσιακά στοιχεία, μια και καταστράφηκε στον σεισμό του 1978, φύγαμε, καθώς έπεφτε το βράδυ, για Αγχίαλο και το ξενοδοχείο μας, όπου δειπνήσαμε και πήγαμε για ξεκούραση.

Καθαρά, Δευτέρα, 11 Μαρτίου, φορτώσαμε τις αποσκευές μας στα πούλμαν και πήραμε τον δρόμο για τη Θεσσαλική Ραψάνη, το χωριό που παράγει ένα από τα καλύτερα κόκκινα ελληνικά κρασιά.

Το χωριό γνώρισε εποχές δόξας και ακμής στα χρόνια της τουρκοκρατίας, λόγω της ανεπτυγμένης βιοτεχνίας βαφής και κατασκευής υφασμάτων. Από εκείνη την εποχή σώζονται και δυο αρχοντικά.

Εκεί θα παρακολουθούσαμε τα παραδοσιακά Κούλουμα. Λίγο πριν το χωριό κατέβηκαν οι πεζοπόροι, ενώ οι τουρίστες συνέχισαν ως επάνω. Εκεί τους περίμενε η κυρία Χάιδω, η οποία ανέλαβε να ξεναγήσει στο τοπικό Μουσείο Αμπέλου και Οίνου.

Μετά την ξενάγηση τους έκανε και μια μικρή περιήγηση μέσα στο χωριό, όπου άφησε το στίγμα του ο Κοσμάς ο Αιτωλός, προς τιμήν του οποίου έχει χτιστεί μικρός ναός. Τους πήγε και στον ναό του Αγ. Αθανασίου, στην αυλή του οποίου βρίσκεται προτομή του μεγάλου μας συγγραφέα Μ. Καραγάτση ( ψευδώνυμο του Δημ. Ροδόπουλου). Εκεί έκανε τις καλοκαιρινές διακοπές του και πολύ συχνά καθόταν κάτω από ένα καραγάτσι ( μια φτελιά ) κι έτσι απέκτησε το ψευδώνυμο αυτό.

Κατόπιν συμμετείχαν όλοι στο πανηγύρι στην πλατεία του χωριού. Εκεί ακουγόταν ζωντανή μουσική και το χοροστάσι ήταν ήδη στημένο. Κεράστηκαν φασολάδα, χαλβά, τουρσί και λαγάνα, όλα τα καθιερωμένα νηστίσιμα της ημέρας, και χόρεψαν παρέα με τους ντόπιους.

Οι πεζοπόροι ανηφόρισαν, περνώντας δίπλα από πολλά αμπελάκια, προς τη Μονή Αγ. Θεοδώρων, ένα πρόσφατα αναστυλωμένο ξωκλήσι, με καινούργια οροφή και ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες εσωτερικά, στον νάρθηκα αλλά και στον κυρίως ναό.

Ολόγυρα στον ναό διάφοροι άλλοι χώροι, πρόσφατα δημιουργημένοι για το πανηγύρι που γίνεται εκεί κάθε χρόνο.

Πέρασαν κι από ένα μεταβυζαντινό γεφύρι κι έφτασαν στο χωριό λίγη ώρα πριν από την αναχώρησή μας από το χωριό. Πρόλαβαν να ρίξουν κι ένα χορό και να δοκιμάσουν τα παραδοσιακά κεράσματα.

Γύρω στις 15:30 κατηφορίσαμε προς τα πούλμαν και μετά από μια-δυο σύντομες στάσεις κοντά στη Λαμία και στην Εθνική, μετά από αρκετή καθυστέρηση, λόγω της μεγάλης αποκριάτικης εξόδου, φτάσαμε κατά τις 11 το βράδυ στο Αιγάλεω και στη Νίκαια έπειτα.

Είχαμε όμως τόσες όμορφες εικόνες στο μυαλό, που ξεχνούσαμε αυτήν την αργοπορία, μια και είχαμε περάσει ένα διαφορετικό αποκριάτικο 4ήμερο...