Με τρία πούλμαν σχεδόν γεμάτα ξεκινήσαμε το πρωί του Σαββάτου, 23 Μαρτίου, για Ψαθόπυργο, όπου κάναμε μια σύντομη στάση, γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου και, ακολουθώντας την Ιονία Οδό, την Κόπραινα έπειτα. Εκεί μας ανέμενε η υπεύθυνη του Κέντρου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης του νομού Άρτας, η οποία ήρθε μαζί μας ως τον γραφικό πέτρινο φάρο και μας ενημέρωσε τόσο για την ίδια την πόλη της Άρτας αλλά περισσότερο για την ίδια την Κόπραινα, το παλιό λιμάνι της Άρτας, γνωστό ήδη από τη βυζαντινή εποχή και κέντρο μεγάλης εμπορικής κίνησης από το 1881, έτος απελευθέρωσης της πρωτεύουσας του νομού από τους Τούρκους, ως τις αρχές του 20ού αιώνα. Η παλιά κατοικία του φαροφύλακα λειτουργεί ως μικρό μουσείο.Ακολουθώντας το όμορφα διαμορφωμένο πλακόστρωτο μονοπάτι κι έχοντας στο πλάι μας τον Βωβό ποταμό επιστρέψαμε στον οικισμό, αφού χαϊδέψαμε ένα ζευγάρι αλογάκια πόνι, που συναντήσαμε στη διαδρομή μας.

Σήμερα στον μικρό οικισμό της Κόπραινας βλέπει κανείς λίγα εντυπωσιακά αναπαλαιωμένα κτήρια, μεγαλοπρεπή διώροφα, που κάποτε στέγαζαν τελωνείο, αποθήκες, ξενοδοχείο, υδατοδεξαμενές και μικρούς χώρους διαφόρων υπηρεσιών. Ολόγυρα παρατηρήσαμε τις φθαρμένες ράγες, κάποια σκουριασμένα βαγονέτα, τις ερειπωμένες αποβάθρες του λιμανιού και λιγοστά απομεινάρια του δίπλα στις πολύχρωμες βαρκούλες να θρηνούν για τη χαμένη “δόξα”...

Η υπεύθυνη άνοιξε και τις άλλες εγκατατάσεις, όπως το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, ενώ όσοι ήθελαν παρακολούθησαν σχετική με τον Αμβρακικό κόλπο και την πλούσια έμβια ζωή του προβολή. Δεν ήταν λίγοι όμως κι εκείνοι που τίμησαν τα μεζεδάκια και τα τσιπουράκια της ψαροταβέρνας που λειτουργεί στο λιμανάκι, ώσπου να έρθει η ώρα να αναχωρήσουμε για Κορωνησία, όπου θα γευματίζαμε.

Στον δρόμο μας περάσαμε μπροστά κι από το άλλο Περιβαλλοντικό Κέντρο του Αμβρακικού, τη Σαλαώρα, όπου κάποτε βρισκόταν το έτερο λιμάνι της Άρτας. Το παλιό κτήριο του οθωμανικού τελωνείου έχει αναστηλωθεί, αναναπαλαιωθεί και φιλοξενεί πλέον το Κέντρο Έρευνας και Πληροφόρησης Σαλαώρας, με έκθεση για τον Αμβρακικό. Είναι το μοναδικό οθωμανικό δημόσιο/κρατικό κτήριο, στο οποίο υψώθηκε ελληνική σημαία στον άτυχο πόλεμο του 1897. Κτίστηκε από τον Αλή Πασά.

Έχοντας δίπλα μας τον Αμβρακικό κόλπο και πολλά πουλιά, φοινικόπτερα, ερωδιούς, βουτηχτάρια και άλλα, πήραμε τη στενή λουρίδα γης που  οδηγεί στο γραφικό ψαροχώρι της Κορωνησίας, το μικρό Πέρα Νησί, με τους λιγοστούς κατοίκους. Είναι χτισμένο σε ένα μικρό ύψωμα και αγναντεύει όλη την κλειστή θάλασσα και τις αμμονησίδες ολόγυρα.

Απλωθήκαμε στις δυο- τρεις ταβερνούλες για φαγητό και μας έμεινε έπειτα και λίγος χρόνος για περιήγηση. Στο χωριό υπάρχει ένας παλιός βυζαντινός ναός από τον 7ο ή κατ΄άλλους από τον 10ο  αι., αφιερωμένος στη Γέννηση της Θεοτόκου. Κοντά του βρίσκεται και το μικρό εκκλησάκι το αφιερωμένο στον Όσιο Ονούφριο, που, επειδή ακριβώς μόνασε σε μοναστήρι του νησιού, θεωρείται και ο πολιούχος του. Η βόλτα πλάι στο λιμάνι αποζημιώνει τον επισκέπτη, όπως και η περιπλάνηση στα μικρά και γραφικά σοκάκια με τα σπιτάκια και τις λουλουδιασμένες αυλές τους.

Φύγαμε έπειτα για την πόλη της Άρτας και για το “σήμα κατατεθέν” αυτής, το πολυτραγουδισμένο Γεφύρι. Μάλλον το χτίσιμό του ολοκληρώθηκε στα χρόνια του Δεσποτάτου της Ηπείρου, ενώ ξεκίνησε ήδη από τον 3ο αι. π.Χ., τότε που βασίλευε ο Πύρρος. Είναι το πιο γνωστό πολύτοξο γεφύρι και περισσότερο για τον θρύλο που το συνοδεύει, εκείνον της θυσίας της γυναίκας του πρωτομάστορα.

Το περπατήσαμε, φωτογραφίσαμε από εκεί ψηλά τον Άραχθο, φωτογραφηθήκαμε και περάσαμε στην άλλη όχθη, όπου βρίσκεται και ο περίφημος πλάτανος.

Λέγεται ότι από τον ίσκιο του ο Αλή Πασάς απολάμβανε τον απαγχονισμό όσων καταδίκαζε. Αρκετοί κάθισαν στην καφετέρια, για να απολαύσουν το καφεδάκι τους, ενώ άλλοι ξεκίνησαν σε λίγη ώρα για τη βόλτα ως μέσα στην πόλη.

Πρώτη σημαντική στάση στην Παρηγορίτισσα, την εκκλησία την αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, από τα πιο σημαντικά μνημεία της Άρτας. Παλαιότερα υπήρξε καθολικό μονής, από την οποία σώζονται σήμερα 16 κελιά και η Τράπεζα. Η μορφή του ολοκληρώθηκε στα τέλη του 13ου αι. και παρουσιάζει μια πρωτοτυπία, γιατί συνδυάζει τον οκταγωνικό στο ισόγειο με τον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου στον όροφο. Ο ναός είναι διακοσμημένος με άριστης τεχνικής ψηφιδωτά και τοιχογραφίες.

Περπατώντας στα στενά της πόλης φτάσαμε στον κεντρικό πεζόδρομο, την οδό Σκουφά, με τα καταστήματα και τον πολύ κόσμο. Σε έναν παράδρομο βρεθήκαμε μπροστά στο μικρό θέατρο της αρχαίας Αμβρακίας, από το οποίο έχει αποκαλυφθεί ένα μεγάλο μέρος, τόσο του κοίλου όσο της σκηνής και της ορχήστρας, η οποία έχει τέλειο κυκλικό σχήμα. Χρονολογείται στον 3ο αι. π.Χ., στα χρόνια της βασιλείας του Πύρρου, όταν έκανε την Αμβρακία πρωτεύουσα του βασιλείου του. Σε κοντινή απόσταση βρίσκεται και η ευθυντηρία, η βάση δηλαδή, του ναού του Απόλλωνα.

Περπατώντας φτάσαμε ως τα αρχαία τείχη και το μεσαιωνικό Κάστρο, που χτίστηκε στα χρόνια του Δεσποτάτου της Ηπείρου, το οποίο κατέστησε πρωτεύουσά του την Άρτα. Το Κάστρο εδραιώθηκε πάνω στα τείχη της αρχαίας Αμβρακίας, αρκετά μέρη των οποίων εντοπίζονται σήμερα στα βορειοανατολικά του. Κατά διαστήματα το σχήμα του Κάστρου διακόπτεται από πύργους ημικυκλικούς, πολυγωνικούς ή τριγωνικούς, τους οποίους είχαμε την τύχη να θαυμάσουμε με το φως της ημέρας, και από σχετικά κοντά, περνώντας από τον περιφερειακό το απόγευμα. Τότε είναι που για πρώτη φορά είδαμε και τον Πύργο του ρολογιού, που έχει ύψος 11 μ. και πρωτοχτίστηκε στα μέσα του 13ου αι., στα χρόνια του Δεσποτάτου της Ηπείρου.

Στον περίπατό μας περάσαμε κι από τον ναό της πολιούχου της Άρτας Αγίας Θεοδώρας, αλλά δυστυχώς ήταν κλειστός. Είναι εκκλησία χτισμένη τον 11ο αι. και αφιερωμένη στη σύζυγο του μετανοημένου Δεσπότη Μιχαήλ Β΄ Άγγελου Κομνηνού, η οποία υπέφερε εξαιτίας της κακής διαγωγής του και, αφού ταλαιπωρήθηκε και μόνασε για χρόνια, ανακηρύχτηκε αγία. Στον ναό αυτόν υπάρχει και ο τάφος της αγίας. 

Τελειώνοντας με την περιήγησή μας στην πόλη της Άρτας, φύγαμε για τα ξενοδοχεία μας. Μετά από σύντομη ξεκούραση συγκεντρωθήκαμε στο ένα από τα δύο, όπου δειπνήσαμε και επιστρέψαμε για ύπνο.

Την επόμενη μέρα, Κυριακή, 24 Μαρτίου, μετά το πρωινό μας, φύγαμε για Τζουμέρκα. Τα Τζουμέρκα ή Αθαμανικά Όρη, είναι στην ουσία το νότιο κομμάτι της Πίνδου και εκτείνονται σε 3 νομούς, των Τρικάλων, των Ιωαννίνων και της Άρτας. Είναι δυσπρόσιτα βουνά και αποτελούν ένα αδιαπέραστο τείχος ανάμεσα στον Άραχθο, στα δυτικά, και τον Αχελώο, στα ανατολικά.

Τα χωριά που ανήκουν στα Τζουμέρκα, τα Τζουμερκοχώρια, είναι περιτριγυρισμένα από βουνά, φαράγγια και πεντακάθαρα ποτάμια και μπορεί να θαυμάσει κανείς σε αυτά πολλά και σπουδαία αξιοθέατα: εκκλησίες, εντυπωσιακά μοναστήρια, μουσεία και παραδοσιακά πέτρινα γεφύρια.

Ακολουθήσαμε τον δύσκολο και φιδογυριστό δρόμο που περνά μέσα από τα Κατσανοχώρια, στη δυτική πλευρά των Τζουμέρκων, Σκούπα, Δαφνωτή, Ράμια και άλλα μικρά και γραφικά χωριά. Ένας πανύψηλος γερανός, πέρα μακριά στις όχθες του Άραχθου μετά το χωριό Πλατανούσσα μας έδωσε το στίγμα για τη θέση του μεγαλύτερου μονότοξου γεφυριού των Βαλκανίων, του γεφυριού της Πλάκας, το οποίο αποκαθίσταται σιγά-σιγά μετά την πτώση του τον χειμώνα του 2015. Κάποτε αποτελούσε το φυσικό σύνορο ανάμεσα στην Ελλάδα και την Οθωμανική Αυτοκρατορία και διέθετε και τελωνείο.

Πρώτος μας σταθμός τα Πράμαντα ή η Πράμαντα Ιωαννίνων, το κεφαλοχώρι των Τζουμέρκων, χτισμένο στα 830 περίπου μέτρα και φωλιασμένο στις καταπράσινες πλαγιές της Πίνδου, που διατηρεί και τον παραδοσιακό του χαρακτήρα.

Μας υποδέχτηκαν στην πρώτη πλατεία ένα τεράστιο ορειχάλκινο γλυπτό του φημισμένου γλύπτη Θόδωρου Παπαγιάννη, που παριστάνει έναν Ηπειρώτη κτηνοτρόφο, η  βρύση και μερικά όμορφα ανάγλυφα στο τοιχίο πίσω της. Προχωρώντας στην κεντρική πεζοδρομημένη πλατεία με τον υπεραιωνόβιο πλάτανο, είδαμε την ιστορική λιθανάγλυφη βρύση “Αράπης” και την κεντρική εκκλησία του χωριού, την Αγία Παρασκευή, μεγαλοπρεπή ναός και στολίδι των Πραμάντων. Πράγματι είναι εντυπωσιακή εκκλησία και εσωτερικά, με όμορφο ξυλόγλυπτο τέμπλο, άμβωνα και αρχιερατικό θρόνο και αξιόλογη αγιογράφηση. Στην ηλιόλουστη πλατεία καθίσαμε για ένα καφεδάκι, ένα γλυκάκι, ένα ουζάκι, στις λεγόμενες “Καμάρες”, το Δημοτικό Σχολείο κάποτε, που κάηκε από τους Γερμανούς, απολαμβάνοντας τη θέα των χιονισμένων βουνών ολόγυρα.  Φεύγοντας είδαμε και τον ίδιο τον γλύπτη που κατασκεύασε και τον τεράστιο κτηνοτρόφο, τον Θ. Παπαγιάννη, να τοποθετεί μια ενημερωτική πινακίδα σε ένα δεύτερο έργο του που κοσμεί την πλατεία, τον Ηπειρώτη χτίστη.

Οι ορειβάτες και οι πεζοπόροι μας έμειναν μόνο μισή ώρα στο χωριό, γιατί έπρεπε να φύγουν για τις πεζοπορίες τους. Οι ορειβάτες ξεκίνησαν λίγο πριν τα Άγναντα από το Παλαιοχώρι και κατευθύνθηκαν προς τα Κονάκια – Καταφύγιο και Αγία Παρασκευή. Περπάτησαν σε φανταστική διαδρομή σε μονοπάτια και χωματόδρομους μέσα στα έλατα που οδηγούν ψηλά στα Τζουμέρκα.  Φτάσαμε σχεδόν κάτω από τα κατακόρυφα βράχια  όπου έπεφταν οι καταρράκτες κατεβάζοντας το νερό από τα χιόνια που έλιωναν στη κορυφή τους.

Παντού συναντούσαμε ποτάμια με το νερό τους να τρέχει ασταμάτητα και φτιάχναμε αυτοσχέδια περάσματα με μεγάλες πέτρες να τα διασχίσουμε.  Επειδή η ώρα δεν μας έπαιρνε για να φτάσουμε στη κορυφή, επιστρέψαμε και πήραμε το δρόμο για το χωριό Καταρράκτη. Φτάσαμε εκεί μετά από πορεία 5 ωρών  και αφού γευματίσαμε στα γρήγορα  ξεκινήσαμε για το Βουργαρέλι. Οι πεζοπόροι εν τω μεταξύ μαζί με τον τοπικό οδηγό μας από τον Ορειβατικό της Άρτας κ. Λεωνίδα Σπαή ανέβηκαν μέχρι τους Δίδυμους καταρράκτες και απόλαυσαν την υπέροχη θέα των νερών να πέφτουν από ψηλά. Περνώντας επισκέφτηκαν και το μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης και επέστρεψαν  στο χωριό, όπου και γευμάτισαν.

Όλοι μαζί στη συνέχεια πήγαμε στο Βουργαρέλι το κεφαλοχώρι των Τζουμέρκων με την υπέροχη πλατεία του όπου απολαύσαμε το καφεδάκι μας και στη συνέχεια αναχωρήσαμε για την Άρτα.

Οι τουρίστες τη δεδομένη ώρα αναχώρησαν από την Πράμαντα για τον επόμενο προορισμό, την Άγναντα Άρτας. Από εδώ αγνάντευαν οι κάτοικοι το απέναντι βουνό, ώστε να δουν “ποιος πάει κι έρχεται από τα Γιάννινα”. Και αυτό το χωριό γνώρισε την καταστροφική μανία των Γερμανών το 1943.

Μπαίνοντας στο χωριό, που είναι χτισμένο στα 640 περίπου μέτρα, είχαμε την τύχη να μας υποδεχτεί, μαζί με άλλους συγχωριανούς της, η Κωνσταντίνα, υπεύθυνη του Λαογραφικού Μουσείου, η οποία μας οδήγησε ως εκεί και μας ξενάγησε. Διώροφο, μικρό και ευσύνοπτο, με ωραίες τοπικές φορεσιές, μακέτες, πολλά εργαλεία κα αντικείμενα καθημερινής χρήσης από την περιοχή. Αφού βγήκαμε και μια φωτογραφία όλοι μαζί στην πλατεία και αγναντέψαμε ολόγυρα την απέραντη θέα, που δικαιολογεί και την ονομασία του χωριού, αναχωρήσαμε για Καταρράκτη και Μονή Αγ. Αικατερίνης.   

Το μοναστήρι αυτό έχει κηρυχτεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Ιδρύθηκε το 1730, αλλά ανακατασκευάστηκε εκ θεμελίων το 1827. Το Καθολικό είναι πλακοσκέπαστος τρίκλιτος ναός στεγασμένο με θόλο, όχι με τρούλο, με ενσωματωμένο κωδωνοστάσιο και ενδιαφέρον ξυλόγλυπτο τέμπλο. Ένας μοναχός μας έκανε μια σύντομη ξενάγηση, τονίζοντας τη σημασία της μεγάλης εικόνας της Αγ. Αικατερίνας, με το επίχρυσο ανάγλυφο κάλυμμα.

Βγαίνοντας από το μοναστήρι, σταματήσαμε για λίγο στα απομεινάρια του παλιού υδραγωγείου με τις καμάρες καθώς και στο αλώνι της Αγιάς Αικατερίνης, έξω από τον περίβολο της μονής.

Κατηφορίζοντας οι τουρίστες περάσαμε μέσα από το χωριό Καταρράκτης, μαρτυρικό κι αυτό χωριό, που είναι χτισμένο στα 800 μ. και από το οποίο πέρασε στα τέλη του 18ου αι. ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Πριν από αυτόν το χωριό λεγόταν Ρέτσιανα και, επειδή ο παππούλης τους έλεγε συνέχεια “Συγχωρεμένοι να είστε εσείς οι Ρετσιανίτες” μετονομάστηκε σε Σχωρέτσιανα, ώσπου να πάρει το σημερινό του όνομα, εξαιτίας των δίδυμων καταρρακτών, που βρίσκονται σε μικρή απόσταση, κοντά στον συνοικισμό Κρυοπηγή. Οι χωριανοί εκμεταλλευόμενοι τη δύναμη του νερού έφτιαξαν δυο παραδοσιακούς νερόμυλους στην άκρη του χωριού, που σήμερα θεωρούνται ιστορικά διατηρητέα κτήρια.

Για μεσημεριανό οι τουρίστες σταματήσαμε στο καταπράσινο και δροσερό Βουργαρέλι. Είναι χτισμένο αμφιθεατρικά, στα 800 μ. ανάμεσα από δυο ελατοσκέπαστες λοφοσειρές και κατακτά αμέσως τον επισκέπτη, μια και είναι το μεγαλύτερο και από τα πιο γραφικά χωριά των Τζουμέρκων.

Σήμα κατατεθέν του χωριού η μεγάλη κεντρική πλατεία με την όμορφη θέα, τα σκιερά πλατάνια του και την εκκλησία του Αγ. Νικολάου, σε σχέδια του Αναστασίου Ορλάνδου, από το 1951-2. Η παλιά εκκλησία στην ίδια θέση κάηκε το 1943 από τους Γερμανούς. Λίγο πιο πάνω από την όμορφη πλατεία με τα μικρά καφενεδάκια της βρίσκονται οι δύο μεσοπολεμικές βρύσες του Βουργαρελίου, η Κρυστάλλω κι η Αρχόντω. Έχουν απλή πέτρινη πρόσοψη και προσφέρουν το γάργαρο και δροσερό νερό τους νυχθημερόν, από το 1926. Παλιότερα γύριζαν τους νερόμυλους και τα μαντάνια του χωριού.

Νωρίς το απόγευμα φύγαμε από το χωριό και στα 3 χλμ. έξω από αυτό συναντήσαμε την περίφημη Βυζαντινή Κόκκινη Εκκλησιά. Κάναμε μια 10λεπτη στάση για επίσκεψη και φωτογράφιση, αφού είδαμε μάλιστα ανοιχτή την πόρτα της. Λέγεται έτσι από την πλούσια κεραμοπλαστική διακόσμηση των τοίχων αλλά και από το ζωηρό ερυθρό χρώμα των πλίνθων, με τις οποίες είναι χτισμένη από το 1281, από τα χρόνια του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Λεγόταν και “Βασιλομονάστηρο”, γιατί αποτέλεσε κάποτε καθολικό βασιλικής μονής, που, όταν εγκαταλείφθηκε, έγινε μετόχι της μονής Βελλάς. Γι΄αυτό είναι γνωστή και με αυτό το όνομα. Μας εντυπωσίασε πράγματι η εκκλησία, πέρα από το ιστορικό φορτίο της, εκείνη την όμορφη ώρα του όψιμου απογεύματος και φύγαμε με αυτή την ωραία εικόνα για το τελευταίο “προσκύνημα” της ημέρας.

Φτάσαμε στο ύψωμα του Πέτα, μέσα στο χωριό και σε ένα ψηλό σημείο με ωραία θέα προς την πόλη της Άρτας, σε ένα πλάτωμα με τα μνημεία της ομώνυμης μάχης του 1822. Στη μάχη αυτή νίκησαν οι Τούρκοι και χάθηκαν 68 Φιλέλληνες, των οποίων τα ονόματα καθώς και η χώρα προέλευσης αναγράφονται στις επιγραφές που έχουν στηθεί. Αφήσαμε λίγα αγριολούλουδα στο μνημείο, κρατήσαμε κι ενός λεπτού σιγή προς τιμήν των πεσόντων και φύγαμε για τα ξενοδοχεία μας.

Την ώρα που ξεκινούσε το δείπνο κατέφτασαν και οι ορειβάτες και οι πεζοπόροι μας. Μετά το φαγητό ακολούθησε το καθιερωμένο γλέντι δειλά-δειλά, γιατί υπήρχε μια σχετική κούραση, αλλά το χοροστάσι γέμισε γρήγορα κάτω από τους ήχους δυο ντόπιων μουσικών.

Τη Δευτέρα, 25 Μαρτίου, μέρα γιορτινή και επετειακή, αφού προγευματίσαμε και βάλαμε τις αποσκευές μας στις μπαγκαζιέρες, φύγαμε οι πεζοπόροι μεν για το Μονοπάτι της Βίδρας, στις όχθες του Άραχθου, ενώ οι τουρίστες ανηφόρισαν πάλι προς τα Κατσανοχώρια και το Ελληνικό ( πρώην Λοζέτσι ) συγκεκριμένα, ένα από τα 11 χωριά που κρέμονται στη δυτική όχθη του Άραχθου.

 

Στην πλατεία του χωριού βρίσκεται το παλιό Δημοτικό Σχολείο, που έχει γίνει Μουσείο Γλυπτών του Θ. Παπαγιάννη.

Ο ίδιος μας ξενάγησε πρώτα στην αυλή και τα γλυπτά εκθέματα, δικά του και άλλων γλυπτών, από εκείνους που λαμβάνουν μέρος στα κατ΄έτος Συμπόσια Γλυπτικής στο χωριό. Βγάλαμε μια ομαδική φωτογραφία και μπήκαμε μέσα στο Σχολείο-Μουσείο.

Στους δύο ορόφους του Μουσείου έπειτα σταθήκαμε σε όλα σχεδόν τα έργα, για τα οποία ήταν πρόθυμος να μας δώσει πολλές πληροφορίες. Ιδιαίτερη εντύπωση κάνει η αίθουσα που αναπαριστά τάξη, με τον δάσκαλο, τον πίνακα, τους μαθητές στα θρανία τους, όλα γλυπτά.

Αποχαιρετίσαμε και ευχαριστήσαμε τον γλύπτη που συγκέντρωσε τα αποκαΐδια του Πολυτεχνείου μετά την εξέγερση του ΄73, όντας τότε καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, και δημιούργησε με αυτά επιβλητικά και μνημειακά έργα, τα περισσότερα των οποίων εκτίθενται σε αυτόν τον χώρο.

Μπήκαμε στο πούλμαν και ανηφορίσαμε ως την ιστορική Μονή Τσούκας. Είναι αφιερωμένη στη Γέννηση της Θεοτόκου, έχει ιστορία 10 αιώνων ( ιδρύθηκε στα 1190 ) και προσφέρει μια μοναδική θέα στη χαράδρα του Αράχθου, σε μια πλευρά της, η οποία, γι΄αυτόν ακριβώς τον λόγο, έχει διαμορφωθεί ανάλογα, ώστε να απολαμβάνεις το θέαμα.

Το καστρομονάστηρο είναι χτισμένο στα 760 μ. ( Τσούκα, εξάλλου, θα πει στα βλάχικα “ψηλή κορυφή”) και θυμίζει αετοφωλιά κρεμασμένη πάνω από το ποτάμι. Προσκυνήσαμε, ακούσαμε μέσα στο καθολικό λίγα λόγια από έναν Γάλλο ιερέα, που έχει αφιερώσει τη ζωή του στη μονή και την υπηρετεί πολλά χρόνια, είδαμε το περίφημο ζώσιμο του ναού γύρω - γύρω με κερί , το έθιμο αυτό που αποτελεί τάμα των πιστών στην Παναγία και πήγαμε από την ανατολική πλευρά του ναού, ώστε να ακούσουμε το μουρμουρητό του Άραχθου, βαθιά μέσα στη χαράδρα.

Πριν φύγουμε, δεχτήκαμε τη φιλοξενία της Μονής, φτιάχνοντας καφεδάκι στην κουζίνα, παίρνοντας το παραδοσιακό λουκουμάκι και αντίδωρο, και συζητήσαμε για λίγο με ανθρώπους που εθελοντικά προσφέρουν στο μοναστήρι. Αγναντέψαμε πέρα μακριά και τα Γιάννενα με τη λίμνη τους, κατηφορίσαμε και φύγαμε για Πλατανούσσα, το Κατσανοχώρι, όπου είχαμε κανονίσει να φάμε μεσημεριανό.

Στα αριστερά της πλατείας είδαμε το μεταβυζαντινό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, που είναι κατάγραφο με τοιχογραφίες, οι οποίες χρονολογούνται από το έτος 1734. Στο επάνω μέρος της πλατείας βρίσκονται οι ανδριάντες δύο επιφανών ανδρών της Πλατανούσσας, του ποιητή Γεωργίου Κοτζιούλα και του μουσουργού Δημητρίου Δραγατάκη, έργα του γλύπτη Θεόδ. Παπαγιάννη από το Ελληνικό, ενώ, δίπλα από τους βράχους βρίσκεται το πέτρινο καμπαναριό του χωριού, δείγμα αρχιτεκτονικής της περιοχής.

Στη μικρή και χαριτωμένη Πλατανούσσα Ιωαννίνων σήμερα λειτουργεί Δημοτικό Σχολείο, το οποίο στεγάζεται στο παλιό πέτρινο Δημοτικό Σχολείο που, μαζί με τον περιβάλλοντα χώρο του, έχει κηρυχθεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο.

Κατηφορίσαμε έπειτα με το πούλμαν, έχοντας στα αριστερά μας τον Άραχθο, δίπλα στον οποίο είχε γίνει η πεζοπορία στο μονοπάτι της Βίδρας. Εκεί κάτω, αρκετά χαμηλότερα από εμάς, εντοπίσαμε τη Γέφυρα Τζαρή, κοντά στην οποία γευμάτισαν οι πεζοπόροι. Και αυτοί έκαναν δυο όμορφες διαδρομές δίπλα στο Άραχθο ποταμό στο υπέροχο μονοπάτι της Βίδρας. Η Βίδρα , είναι ένα απειλούμενο και προστατευόμενο θηλαστικό που ζει σε ποτάμια και λίμνες. Οι πληθυσμοί της έχουν μειωθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη αλλά ευτυχώς, εξακολουθεί να απαντάται σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας αλλά και στα νησιά  Κέρκυρα, Χίο και Λέσβο.

Το Μονοπάτι της Βίδρας με συνολικό μήκος περίπου 16 χιλιόμετρα, έχει ως σημείο έναρξης την γέφυρα Τζαρή που βρίσκεται ανατολικά του χωριού Σκούπα και ως κατάληξη το ιστορικό γεφύρι της Πλάκας.

Το κάτω  τμήμα του μονοπατιού κοντά στη Σκούπα,  μήκους περίπου 4 χιλιομέτρων , στο μεγαλύτερο μέρος του περνά μέσα από τα σκιερά παρόχθια δάση του Αράχθου, σε μια διαδρομή χωρίς σημαντικές υψομετρικές διαφορές. Μια κυκλική διαδρομή που περιελάμβανε  το υπέροχο αυτό κομμάτι του μονοπατιού της Βίδρας έκανε η πρώτη ομάδα των πεζοπόρων  που κατέληξαν στη γέφυρα Τζαρή.

Το δεύτερο και μεγαλύτερο τμήμα του μονοπατιού μήκους 12 χιλιομέτρων, παρουσιάζει πολλές εναλλαγές, καθώς άλλοτε απομακρύνεται από τον Άραχθο και άλλοτε πλησιάζει δίπλα στην όχθη του, ενώ θα πρέπει να τονιστεί ότι στο τμήμα αυτό οι πεζοπόροι συναντούν πολλά ανηφορικά μέρη και συχνά ακολουθούν κάποιους μικρούς τοπικούς χωματόδρομους.

Μεγαλύτερη διαδρομή έκανε η δεύτερη ομάδα των πεζοπόρων, ξεκινώντας από την Πλατανούσσα  και παίρνοντας το κατηφορικό μονοπάτι Α3 έφτασαν στις όχθες του ποταμού Αράχθου. Στη συνέχεια έχοντας το ποτάμι στα αριστερά τους συνέχισαν μια συνολική διαδρομή 12 περίπου χιλιομέτρων μέσα σε  4 ώρες.  Η  σήμανση του μονοπατιού  ήταν πολύ καλή  και σε όλο της το μήκος είναι σημαδεμένη με πασσάλους, με αποτέλεσμα η διάσχισή του  να είναι εύκολη ακόμα και  για κάποιον που δεν γνωρίζει τη διαδρομή. Το μονοπάτι προς το τέλος του είναι  σκιερό και  κινείται δίπλα στο όμορφο ποτάμι για αρκετά χιλιόμετρα, έχοντας απέναντι τις απόκρημνες όχθες του Αράχθου που σαν τεράστιοι πέτρινοι τοίχοι σκαρφαλώνουν μέχρι ψηλά στα χιονισμένα αυτή την εποχή Τζουμέρκα.

Σε κάποιο σημείο όπου το μονοπάτι περνάει  δίπλα στο ποτάμι δεν χάσαμε την ευκαιρία για μια στάση αλλά και να ξεκουράσουμε τα πόδια μας βουτώντας τα μέσα στο παγωμένα νερά του Αράχθου.

Φτάνοντας στη Γέφυρα Τζαρή συνεχίσαμε μέχρι το Κρυονέρι όπου σε μια ταβέρνα δίπλα στο ποτάμι γευματίσαμε και ύστερα πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Την επόμενη φορά που θα μας δοθεί η δυνατότητα θα ξεκινήσουμε  από το γεφύρι της Πλάκας για να κάνουμε ολόκληρη τη  διαδρομή στο μονοπάτι της βίδρας , των 16 χιλιομέτρων.

Συναντηθήκαμε όλοι ξανά, και τα τρία πούλμαν, αφού πήραμε τον δρόμο για Άρτα, Αμφιλοχία, διάσχιση του νομού Αιτωλοακαρνανίας, στον Ψαθόπυργο πια, όπου έγινε μια μισάωρη στάση.

Αναχωρήσαμε για Νίκαια και μετρό Αιγάλεω, όπου φτάσαμε σε καλή ώρα, μια και δεν υπήρχε τόσο μεγάλη κίνηση στην Εθνική, έχοντας ζωντανές ακόμα στα μάτια και στο μυαλό τις “πολύχρωμες” εντυπώσεις από το ηπειρώτικο τοπίο.